Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Κυριάκος Ραμολής, "Τρίσβαθα"


Απόψε δε βήχει ο φύλακας
και η πόρτα μας δεν τρίζει
Θα ανοίξουμε λοιπόν μια κονσέρβα
κι επιτέλους θα σκύψουμε πάνω της
...όπως σκύψαμε άλλοτε
πάνω από το πηγάδι
της φωτεινής -ως λεν- συνείδησης
ανασύροντας το έγκλημα
μες στο σκουριασμένο κουβά του
νερό γλυφό που δρόσισε
τα ακροδάκτυλά μας
___
Κυριάκος Ραμολής, Εσωτερικό σωλήνα, εκδ. Πανοπτικόν, 2008

Θωμάς Τσαλαπάτης, "Γέφυρες"


Στον Σκλεπ

Είχαμε πάει με τη γυναίκα μου στη Βουλγαρία, για να ανατινάξουμε γέφυρες. Ξέρετε με 50 ευρώ, βρίσκεις εξαιρετικές γέφυρες να ανατινάξεις, με 70 μπορείς να ανατινάξεις και τον αρχιτέκτονα. Εάν πάλι αυτός είναι νεκρός, μπορείς να ανατινάξεις όποιο μέλος της οικογένειάς του επιθυμείς, ή έστω τον τάφο του. Η πτώση του κομμουνισμού έφερε στο προσκήνιο νέες δυνατότητες, νέες συναρπαστικές ευκαιρίες για τους ρέκτες κάθε πάθους, κάθε δυνατής συγκίνησης.
Γέφυρες με καμπύλες, γέφυρες μεσαιωνικές, βυζαντινές, υδραγωγεία, γέφυρες πέτρινες ή σιδερένιες. Γέφυρες απλώς πρακτικές, απομεινάρια του παλαιού καθεστώτος, ευθείες πάνω από ένα κενό. Γέφυρες που έχουν θαμμένες μέσα τους τη γυναίκα του πρωτομάστορα, τον πρωτομάστορα, ή κάποιον περαστικό που έκανε πολλές ερωτήσεις. Γέφυρες μαζικής κυκλοφορίας, που ενώνουν κέντρα πολυπληθή, αρτηρίες χωροταξίας. Γέφυρες στην επαρχία, κομμάτια μιας ζωής με λιγότερο σπρώξιμο και λιγότερη βιασύνη. Άλλες φορές απλώς ξεχασμένα κατασκευάσματα σε βουνά. Γέφυρες από σκοινιά σε μονοπάτια. Ένα θαυμαστικό που ενώνει δυο ερωτηματικά.
Τα εκρηκτικά είναι φθηνά στις περισσότερες χώρες, αρκεί να γνωρίζεις πού θα τα αγοράσεις. Μπορείς εύκολα να πέσεις θύμα αισχροκέρδειας, ειδικά άμα είσαι τουρίστας. Αλλά ο καλός σχεδιασμός φέρνει θαύματα. Τοποθετείς τα εκρηκτικά στις δυο βάσεις, απομακρύνεσαι, παίρνεις τη γυναίκα σου αγκαλιά και συγκινημένοι κοιτάτε μια έκρηξη πρωτόγνωρη, το παράξενο τσαλάκωμα της ύλης, τον πρωτοφανή καπνό, το θόρυβο της έκρηξης και το θόρυβο του ενθουσιασμού.
Είναι φυσικά καλύτερο να μην πάτε τον Αύγουστο στη Βουλγαρία. Όλες οι γέφυρες τον Αύγουστο είναι κλεισμένες. Έτσι, θα περιοριστείτε στο να ανατινάζετε σκάλες, στέρνες και κάποιοι άτυχοι ακόμα και σκαλοπάτια. Όμως, ο καλός σχεδιασμός φέρνει θαύματα.

____
Θωμάς Τσαλαπάτης, Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ, εκδ. Εκάτη, 2011

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Τεό Σαλαπασίδης, "Χωρίς τίτλο"


Έπειτα πέρασαν όλα.
Έπειτα τα ξεπούλησε όλα στη Γερμανία.
Υπάρχουν ακόμη δυό ή τρεις που τον θυμούνται.
Είναι οι επαγγελματίες της μνήμης και των άλλων συναναστροφών.

Σας έλεγα: προσοχή!
(Είναι αλήθεια πως είπατε να προσέχετε
και μένα τον ίδιο)
Το σπίτι του είναι ταριχευμένο - προσοχή!

Έπειτα πέρασαν όλα
Ο έρωτας τον κυνήγησε ακριβώς
Με ύφος αστυφύλακος που κυνηγά μικροπωλητές

Εσείς όμως κάνατε καριέρα τότε και δεν
αντιληφθήκατε τίποτε.
___


Αργύρης Χιόνης, "Εκδοχές του τέλους, Ι"


Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,
πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,
στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.

Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος...

Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙
η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.

_________
Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010.

Το παραπάνω ποίημα με τον τίτλο «Ο στρατηλάτης»
έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τχ. 79, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2007.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Tomas Tranströmer, "Φυλακή"


Παίζουν μπάλα
ξαφνική αναστάτωση –η μπάλα
πήδηξε τον τοίχο.

Κάνουν συχνά φασαρία
για ν’ αναγκάσουν τον χρόνο
να κυλά πιο γρήγορα.

Ανορθόγραφη ζωή –
η ομορφιά επιβιώνει στα
τατουάζ.

Όταν πιάστηκε ο δραπέτης
είχε τις τσέπες του γεμάτες
μανιτάρια.

Ο θόρυβος των εργαστηρίων
και τα βαριά βήματα των παρατηρητηρίων
ξάφνιασαν το δάσος.

Η πόρτα σύρεται στο πλάι
βρισκόμαστε στην αυλή του ιδρύματος
αρχίζει νέα εποχή.

Οι λάμπες του τοίχου ανάβουν –
ο νυχτερινός αεροπόρος βλέπει ένα σημάδι
από εξωπραγματικό φως.

Νύχτα –περνά μια
νταλίκα, τα όνειρα των
τροφίμων τρέμουν.

Το αγόρι πίνει γάλα
κι αποκοιμιέται ασφαλές στο κελί του,
μητέρα πέτρινη.

[μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου]

____

Εννιά χαϊκού από το αναμορφωτήριο του Χέλλμπυ
βλ. και http://teflon.wordpress.com/2011/10/10/%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%83%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CF%81-%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%AE/

Νίκος Ερηνάκης, "λάθος ουρανός"


κάθε που πεθαίνει ο ήλιος
κρύβεται
μην και φανεί αδύναμος
μην και αλλαξοπιστήσουμε

είναι που γνωρίζει πως όλα θα υποχωρήσουν
αργά, φτηνά, σχεδόν εξευτελιστικά
με έναν τρόπο ανούσιο
τόσο που θα μας αφήσει αδιάφορους
η σύνδεση μας με το μάταιο

η έκσταση προκαλεί θόρυβο μα ποτέ φασαρία

πολύ αργά.
όλα είναι μια ακαταστασία.

το χάλασμα σου είναι
από τα πιο όμορφα χαλάσματα που έχω δει

___

Νίκος Ερηνάκης, “ΣΥΝΤΟΜΑ Όλα ΘΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΘΑ Φωτίζουν ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ”, (Ροές, 2009)

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Γιάννης Πατίλης, "Δεν ξέρω τον κόσμο..."


ΔΕΝ ΞΕΡΩ τον κόσμο
Πριν απ' την πτώση του.
Ξέρω μόνο την πτώση.
Γι' αυτό καθημερινώς την εορτάζω.
Ιδίως τα μεγάλα φωτεινά μεσημέρια.
Όταν κάθομαι στις ερημωμένες πλατείες
Και χαϊδεύω με τα μάτια μου
Αυτά τα θρύμματα.
Τις απτότατες αποδείξεις
Της ζωής μου.
(Αφού ζωή είναι αυτό
Που θρυμματίζεται.)


Leopoldo Maria Panero, "Πέφτουνε στο ποτάμι οι βαρκάρηδες του Βόλγα"


Στη μέση στο ποτάμι με συνοδεία φωνές
σπινθηροβόλες ξαφνιασμένων παιδιών
στο Βόλγα πέσαν οι βαρκάρηδές του.
Απαλά έχει καθήσει το φεγγάρι
στων δέντρων τις κορυφές απάνω
και τα κουάξ των βατράχων προσθέτου σιγή μες στη νύχτα.
Γλιστράνε τα ποντίκια στις σκουριασμένες ράγες,
παρατημένοι μόλοι, λιμάνια ερημωμένα.
Με συνοδεία φωνές
σας αστραπές μες στο γαλήνιο αγέρι
από βαλτίσιες ναυτοπούλες πιτσιλισμένες για πάντα,
στο Βόλγα πέσαν οι βαρκάρηδές του.
-----------------------------
(μετάφραση Ηλίας Ματθαίου)

Ευχαριστώ τον Αντώνη Ψάλτη

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Θoδωρής Ρακόπουλος, "Μικρού μήκους"


Η πατρίδα μου είναι πτήση χαμηλού κόστους, ζει απομυζώντας ακτογραμμές σαν τα κατσίκια που βοσκάν τ' αλάτι σε ανθολογίες καρτ-ποστάλ. Τη σέρνει δάνειο οχηματαγωγό, λογής βαρούλκα σηκώνουν τα μέλη της, και σνάιπερ στις γωνίες καλύπτουν την πομπή. Την τραβάω μονόπλανα, την αναγνωρίζω από την όψη ομόλογου. Επένδυση με ορίζοντα, κι ανδρόγυνα τη διαπιστεύω, σεναριακά. Φορώ γυαλιά εποχής να καθρεφτίζεται σαν μου μιλά και την κερνώ λικέρ μαστίχα που της είχα κλεμμένο. Ανάβει Παπαστράτο και κοιτά, πάλι μέσα από το γυαλί μου, η μικρού μήκους πατρίδα μου, η βραβευμένη σε ξένα φεστιβάλ.

___
βλ. και http://www.e-poema.eu/poem.php?id=348

Γιάννης Δάλλας, "Μαρσύας"



Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει
Ώσπερ η του Μαρσύου.
Ευθύδημος, 285 D


Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη

Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
κι ύστερα
-θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι-
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούργια μουσική καινούργια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ-ταμ
και τα σαξόφωνα

___

(Αποθέτης, εκδ. Συνέχεια 1993 και εκδ. Γαβριηλίδης, 2η έκδοση, 2005)

Μίλτος Σαχτούρης, "Ορυχείο"


Σου γράψω γεμάτη τρόμο μέσα από μιά στοά νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα
μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα

Να με θυμάσαι

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Χριστόφορος Λιοντάκης, "Μετανάστης"


Δίχως γλώσσα, μόνο τα χέρια και τα μάτια
στο άσυλο του πλήθους το πρόσωπό του ανθεί.
Στην πλαστική σακούλα ένα λευκό μπλουζάκι
λερωμένο, τα αθλητικά πλυμένα και περπατά
με της φιλανθρωπίας τα παλιομοδίτικα.
Κάτι χαρτιά μάλλον σε τίποτα δε χρησιμεύουν.
Με ένα κομμάτι πίτα κερασμένη, χαμογελά.
Το νάιλον στα χέρια του δεν τρίζει, στα γόνατά του
το γυαλιστερό γίνεται λαμπερό –ένα ταμείο γαλήνης.

Η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές
κι η διαλεκτική τρεκλίζει.


___
Από τη συλλογή Με το φως,
εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1999

Νίκος Βουτυρόπουλος, "Όμως σ’ άλλους θεούς δεν πίστεψα...


Όμως σ’ άλλους θεούς δεν πίστεψα, μόνο σ’ ό,τι μ’ έκανε να γελώ ή να κλαίω, σ’ ό,τι επίμονα ζητούσα να γνωρίσω, σ’ ό,τι θέλησα να επαναλάβω… Η μάνα γη κρατάει αποστάσεις. Τα μυστικά οφείλονται στην άγνοια. Τα λόγια ξεστράτησαν, κι οι κανόνες μας αργοναύτες της σκέψης περιφέρονται μες την υδρία ατέλειωτων προβλέψεων. Ήρθε ο καιρός να εμπιστευτούμε τη νύχτα… Αν είναι ν’ αντιγράψεις, τουλάχιστον μην αντιγράφεις τη φτήνια. [...]

___
Νίκος Βουτυρόπουλος, Μονοί Λόγοι, εκδ. Ενδυμίων, 2o11

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, "Ο χρόνος του ερωτευμένου"


Ο χρόνος είν' αλλιώτικος για τον ερωτευμένο
δεν είναι πραχτικός,
χωρίς αποτέλεσμα λήγουν οι στιγμές.
Το μέλλον φτιάχνεται με τα πιο ωραία θέματα
της χτεσινής αγάπης
για θάνατος λογιέται ο χωρισμός,
όταν τελειώσει το αίσθημα
δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ως ν' απαντήσω στον μπακάλη
πρωτοχαιρετιστήκαμε
και μέσα άρχισε ξανά
ο διάλογος με σένα
ευφορία - πρώτη φωνή αναγνώρισης,
φεύγω ανάλαφρη με τη σακούλα
αν έχεις προλάβει να μ' αγγίξεις
σκυφτή - αν έχει ξανάρθει
το φοβερό βλέμμα τ' αποχωρισμού.
Αδειάζω, όλ' αδειάζω
τη στιγμή απ' το παρόν
και μπαίνω σ' άλλο τώρα,
πηχτό κι αδιαίρετο.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, "Λέει η Πηνελόπη"


Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ' το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ' από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
- απουσία από τη ζωή -
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
"που είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες"
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα' σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ΄χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
-εκλεκτή γιατί τη διάλεξα-
θα' ναι πάντα αλλού
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν' αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πως λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πως δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.

___
βλ. και http://www.greece2001.gr/writers/KaterinaAggelakiRouk.html

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Κώστας Δεσποινιάδης, "Ο τσαλαπετεινός"




Το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ήμουν κυνηγός και σκότωσα έναν πανέμορφο τσαλαπετεινό. Εγώ, που ποτέ μου δεν έχω πιάσει όπλο κι απεχθάνομαι το κυνήγι, ένιωσα στο όνειρό μου μια σαδιστική ικανοποίηση που σκότωσα το αθώο πουλάκι.


_____


Κώστας Δεσποινιάδης, Νύχτες που μύριζαν θάνατο, εκδ. Πανοπτικόν, 2010

Σωτήρης Παστάκας, "Έτσι όπως..."



Έτσι όπως περιφερόμαστε
πένητες από σπίτι σε σπίτι,
τρώγοντας τα σωθικά μας
και πίνοντας φθηνό κόκκινο
κρασί που μας βάφει
τη γλώσσα, μοιάζουν
οι συναντήσεις μας
συσσίτιο φιλόπτωχου ταμείου
παρά μ’ εκείνες του Συμποσίου.
Αν και οι ιδέες δεν μας λείπουν,
ούτε οι αυλητρίδες. Που και που
μας τιμά, μάλιστα, με την παρέα της
η Διοτίμα.




Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Στέργιος Μήτας, "Μισθός, αξία, κέρδος"


Αλλόγλωσσες οι μέρες, όμοιες, όπως τα πλήκτρα

γραφομηχανής. Γράφουν μηχανικά: την καλύπτρα

τους υφαίνουν. Η μέρα μετανάστρια: ιδρώνει αμισθί.

Δεν αναμένει επισκέψεις. Μόνο (ίσως) τον κομιστή:

μιας νέας ημέρας. Όμως, του ιδρώτα σου το θειάφι

κάποια νυκτερινή αλχημεία: το τρέπει σε χρυσάφι.

___

βλ. και: http://ekebi.wordpress.com/2011/09/14/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-3-%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%AE%CF%84%CE%B1%CF%82/

Σπύρος Αραβανής, "Εξημερώνοντας το φως"


Το στόμα μου ανοίγει στο ύψος της πείνας του
Να εξημερώσει το φως
Άλλες φορές χάσκει σαν ανοικτό παράθυρο
έτοιμο να στροβιλίσει εντός του
Όλες τις φωτεινές διαθλάσεις των ωρών
άλλοτε σαν κλειστο ευαγγέλιο
δέχεται τις αχτίδες του ήλιου
Μόνο από τις χαραμάδες του σελιδοδείκτη.
Παλεύω, όσο θυμάμαι να εξημερώσω το φως.
(…)
__
Σπύρος Αραβανής, Η ιστορία ενός ανθρώπου, εκδ. Μετρονόμος, 2011

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Μίλτος Σαχτούρης, "Τα δώρα"


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Γιώργος Αναγνώστου, "Φήμες"


Βλέμματα υπερωρίας
πακετάρουν
σιλουέτες στα κάρβουνα to go·
«φως φανάρι
δίκης ζευγάρι»
στάζει λίγδα το μενού
από στόμα σε στόμα

__
βλ. http://diasporic-skopia.blogspot.com/2011/11/blog-post_22.html

Γιώργος Μακρής, "Απλός λόγος"



Υπάρχει εκτός των άλλων κι ένα τραίνο.
Κοιτάζω πάντα προς τα πίσω
ν΄ απομακρύνουνται τα΄ άγνωστα τούτα ζώα.
Είμαι χαρούμενος συχνά
που δεν αφήνουμε ίχνη.
Εσείς οι άλλοι μη μιλάτε
Το παιδί αυτό απεβίωσε χθες
και στην πόρτα ο ανίδεος επισκέπτης
βαστάει το ψάρι του δεμένο
με το πράσινο βούρλο.
Τι άραγε κερδίσαμε
ταχτοποιώντας τις χρονολογίες;
Μάθαμε αυτό και το είπαμε
δημιουργώντας κάποιες ιδέες.
Το είπαμε ο καθένας
με τη σειρά.
Όπως υπάρχει μια ψηλή ξυλένια σκάλα
και κόπος πολύς.
Και κάποτε ένας σκύλος σήκωνε
το πόδι του
άμα το επιθυμούσατε.

[1942]

Αντώνης Ψάλτης, "Βγήκανε στους δρόμους καρναβάλια..."


Βγήκανε στους δρόμους καρναβάλια
ντυμένοι δολοφόνοι
με όπλα αληθινά
σκοτώνοντας τους κόσμους
εξαίφνης
εξ’ επαφής
είμαστε ντυμένοι δολοφόνοι
λένε

είστε ντυμένοι νεκροί

___
Άντωνης Ψάλτης, Ο ήρωας μέσα μου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Δημήτρης Δημητριάδης, "Από τη Μετάνοια της ΛΗΘΗΣ"


Kοιτάζω πίσω και δεν βλέπω τίποτα. Την πιο μεγάλη δύναμη την έχει το ψεύδος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη. Την έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Αυτήν έχει ανάγκη. Η μεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου αυτή είναι. Η ανάγκη του για ψεύδος. Διψάει για ψεύδος. Πεινάει και διψάει για ψεύδος. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν υπάρχει μία αλήθεια, αυτή είναι. Δεν θέλει την αλήθεια. Δεν την αντέχει την αλήθεια. Όχι λίγη αλήθεια. Καθόλου αλήθεια. Δεν αντέχει καθόλου αλήθεια ο άνθρωπος. Δεν αντέχει ούτε την λίγη. Καθόλου αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν υπάρχει μία αλήθεια, αυτή είναι. Ο άνθρωπος πεινάει κ διψάει για ψεύδος. Η αλήθεια του ανθρώπου αυτή είναι.Πεινάει κ διψάει κ δίνει ότι έχει για το ψεύδος. Μόνον αυτό θέλει. Αυτό τον χορταίνει, αυτό τον ξεδιψάει, αυτό τον ησυχάζει, αυτό τον κάνει άνθρωπο. Σ' αυτό πιστεύει, σ' αυτό ορκίζεται, σ' αυτό προσφέρεται. Χωρίς αυτό δεν είναι.
____

Δημήτρης Δημητριάδης (απ' τον μονόλογο Μετάνοια, ΛΗΘΗ 5 Θεατρικοί μονόλογοι, εκδ. Σαιξπηρικόν)

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Mίλτος Σαχτούρης, "Ξένε"


Ξένε
μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου
ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου
καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου;
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου;
ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου
καὶ ψευδίζεις
θέλεις τὰ χρήματα
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν
ἱκετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ
ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ
τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν

Κώστας Παπαθανασίου, "Duende"





Πίσω απ’ τα μάτια κρύβονται

Μισές αλήθειες τρεμοφέγγουν

Καμιά αγάπη δεν μας σώζει

Καμία γνώση

Αυτά τα ίχνη οδηγούν στο πουθενά

Ο άνθρωπος που έγινε

Πάνω σε κόκαλα που τρίζουν

Αναζητεί το νέο παραμύθι

Δεν του αρκεί να ακονίζει

Στο αμόνι

Χωρίς τις σκέψεις και τον θάνατο

Να δυναστεύουν την ψυχή

Δεν του αρκεί ν’ απελπίζεται

Στον έρωτα

Χωρίς τις σπίθες του ατσαλιού

Καυτή βροχή στο πρόσωπο

Τίποτα δεν του αρκεί

Που να μην ψάχνει

Μόνος του να βρει

Ν’ αφήνει και να χάνεται

Σε μιαν ατέλειωτη πλεκτάνη

Να βρίσκει για λίγο

Εκείνη τη λάμψη

Που καθρεφτίζεται στις κόρες των ματιών

Και τον καλεί παράφορα

Ν’ αφήσει το σκοτάδι

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Ο δρόμος με τις λεύκες στην Αρκαδία, 43 x 34, λάδι σε μουσαμά"


Μια μέρα ήρθε η ώρα εκείνη και περπατούσε στο δρόμο με τις λεύκες έτσι ακριβώς
όπως τον είχε ζωγραφίσει. Κι ο δρόμος στένευε ώσπου έφτασε στο βάθος του
ορίζοντα όπου δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπιασε βιαστικά
ένα πινέλο νʼ ανοίξει το δρόμο διότι στο σημείο που είχε φτάσει ασφυκτιούσε.
Έκτοτε αγνοείται η τύχη του καθώς η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έκανε
λόγο για εξαφάνιση. Παρότι τον ψάχνουν οι δικοί του εδώ και μήνες τους βάζει σε
σκέψεις το γεγονός πως δεν άφησε πίσω του ούτε ένα σημείωμα παρά μονάχα έναν
μισοτελειωμένο πίνακα. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν είναι πως κατά καιρούς
διάφοροι περαστικοί έχουν αντικρίσει μια σκυφτή τραγική φιγούρα να περπατάει σʼ
εκείνον το δρόμο με τις λεύκες στην Αρκαδία.


__
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/15030/index.html

Έλσα Κορνέτη, "Όταν η αναγκαστική συνύπαρξη..."


Όταν η αναγκαστική συνύπαρξη
γίνεται αρμονική
τα σώματα των αγαπημένων
αγκαλιάζονται
κάτω από μια
ταφόπλακα σεντόνι

για να ζεσταθούν


___
Έλσα Κορνέτη, Κονσέρβα μαργαριτάρι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011

Θανάσης Αθανάσιος, "Θηριοδαμαστής από συνήθεια"



Αποδοκιμάζοντας τους ευήλιους τιμητές της εκατονταρχίας
υπογράφουμε άφωνοι ,κάτω απ’ την αμετάκλητη ροπή των αν-
θρωπίνων πόρων,
τις καταφατικές δοξασίες των σωφρονισμένων κώλων. Υπάρχει
εδώ ένα ιδιότυπο τηγάνι, υπάρχει εδώ ένας θάμνος που φαρμα-
κώνει τα κλαδιά του
ενώ μυρίζει ένα παπούτσι. Υπάρχει εδώ μια κλήση δυνητικής
παθογένειας που τεντώνει τους δικτυακούς ποταμούς των επιθέ-
των μέσα στον ένσκοπο χάρτη των μελλοντικών ψιθύρων.
Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται
προβατίνες
και οι αξιώσεις μας σημεία.
___

ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΥΑΛΟΚΑΜΒΑΣ, εκδ. Ενδυμίων

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Έλσα Κορνέτη, "Χαμένος σε διαδρόμους"



Χαμένος σε διαδρόμους
κήπου νεκρού
ξεντύνομαι όλα τα πράσινα ρούχα
της ζωής μου
πετάω για βότσαλα
λέξεις κρεμάστρες

Τις ακολουθώ
Βρίσκω την έξοδο
αφήνοντας πίσω μου
είδωλα δαίμονες
να κατασπαράζονται
για να τις μοιραστούν

Κι έτσι όπως
η οικογενειακή ιστορία
γαλήνια αναπαύεται

Αποφασίζω:

Αυτός ο λαβύρινθος
δεν μου ταιριάζει

___
Έλσα Κορνέτη, Κονσέρβα μαργαριτάρι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Γιώργος Μπλάνας, "Ο κότσυφας του σύμπαντος"


Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
... κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας
όλο φωτάκια και δροσιές ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: —Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας.

Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.

Κρίμα!
Έρχεται ο ήλιος πύρινο γρανάζι πεινασμένο
στην βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να πνίγει τα ημερόπουλα: αίμα και σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι...

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Άννα Γρίβα, "Επίνικος"


Τις νύχτες σκοτώνω την ώρα μου
πάνω στα έπιπλα
με ένα θερμόμετρο στη μασχάλη ταξιδεύω
απ' το ένα δωμάτιο στ' άλλο
και μαγειρεύω στο μπρίκι μου
το ταρακούνημα της κουρτίνας
η πόρτα κλειδώνει μόνη της πια:
δεν έχω τίποτα να δώσω
σε τόσους επισκέπτες
-γιατί έρχεστε; γιατί έρχεστε ακόμη
και σπαταλάτε τ' αστέρια πάνω μου;

τόσα παιχνίδια γύρω μου
τόσες αφύλακτες χαρές

κάποτε τρεφόμουν με νερό μόνο
και είχα γίνει βαριά σαν πέτρα
με φυσούσες κι έμενα ακίνητη
στις πλαγιές των λόφων
τώρα βαδίζω κρυφά στα κοπάδια των ζώων
τα κάνω κομμάτια με τα δόντια μου
και δε χορταίνω το αίμα τους
(η ίδια δεν είμαι;)
κάποτε γυρόφερνα το θάνατο
σαν κουτσή γριά
που καθαρίζει την κουζίνα της
τώρα τον φυτεύω με τα χέρια μου
ανάμεσα στα λουλούδια
και τον βλέπω να μεγαλώνει
και να μαθαίνει το περπάτημα

τραβώ στα νύχια μου
τον κομπασμό της άνοιξης
κι αποκοιμιέμαι
πουλί εν πτήσει:
η ανακούφιση
θα μοιάζει πάντοτε
με το θυμίαμα
των ηφαιστείων.

______
περ. ΈΝΕΚΕΝ, τχ. 21, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011.

Jayne- Ann Igel, "[το φύλο των σπιτιών μου γέννησε ξένους τόπους]"



το φύλο των σπιτιών μου γέννησε ξένους τόπους
κι εγώ γλιστρούσα ελαφρά μπροστά απ ʽ τις πύλες
ελπίζοντας , πως δεν θα άνοιγε το στόμα τους
κοίταγα μέσα απʼ τα παράθυρα στις κατοικίες πίσω από το τζάμι ,
χώροι άρχιζαν να κινούνται στο άγγιγμα των Χειλιών των Ματιών μου
πόσες φορές λαχτάρησα τις νύχτες τις κιβωτούς γεμάτες φως ,
αυτές που μέσα τους έβλεπα σαν σ ʽ ένα χρόνο μακρινό
που τον γνωρίζουμε μονάχα από απεικονίσεις
κι ό, τι κινιόταν ,κινιόταν δίχως θόρυβο, έβλεπα τις μορφές
των ονείρων μου απ ʽ τον πόλεμο που κατοικούσαν δίπλα μου βουβές
σε θλιβερά υπόγεια
που ήχος μέσα τους δεν έφθανε ,διαποτισμένα απ ʽ το υγρό φως
θολών φαναριών
κι όταν ξυπνούσα , σκοτάδι έρρεε απ ʽ τα παράθυρα


___
μτφρ. Γ. Καρτάκης
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/15431/index.html

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Νανά Τσόγκα, "Το ανοίκειον κέλυφος"


Αυτούς που θα γράψουν ποιήματα, τους αγαπούσα από παλιά.
Έζρα Πάουντ

Σαν να ’ναι εχθρός σου η ζωή και την παραφυλάς
την φιλάς σφιχτά και την φυλάς
τα φυλάς και τρέμεις μη σου φύγει
και φτύσει πρώτη, η ανίατη –
φτου ξελευτερία, το Άγνωστο.

Λίγο να μην την προσέξεις
ξεγλιστράει
μέσ’ από τις λιακάδες των ημερών
και των νυχτών τις χαραμάδες
– άβουλα παιχνιδάκια εμείς
σε πρώτη ζήτηση επαίτες
κι εκείνη όλο να μηχανεύεται.

Kαι που κουβέντα πιάνεις
με τ’ αστέρια
ζωή ζηλεύεις ζήτουλα
κι αυτή δεν σ’ αγαπάει –
σχεδόν σε κώμα το σώμα
ακόμα πάνω απ’ το χώμα.
Δεν κάνει να διαβάζεις ποιήματα τα βράδια.

Oι λέξεις που ξοδεύτηκαν
χωρίς να τις ακούσω
πλέκουν αραχνοΰφαντο
σάλι για τους σαλούς.
Kι όταν φεύγουν αμίλητοι
και μ’ ανοιχτό το στόμα
οι λέξεις είναι πάλι
που τυλιγμένες στην υγρή ομίχλη
αόρατων εξατμίσεων
βάφουνε τον ορίζοντα
με το τελεσίδικο άλικο
των ματαιωμένων αισθημάτων.

Ήμουνα ακριβής σαν μανιακή
τη σκόνη του καιρού παραμονεύοντας
μην αλλοιώσει τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου.
Με πρόδωσε εκείνη η χαραμάδα στο συρτάρι
που έβγαζε παλιότερα
στην κρυψώνα των φιλιών.
Πήγα ως εκεί για να με σταματήσει
ο νηφάλιος Κέρβερος που παρεμβάλλεται
στα σήματα τα σύρματα
και τις συγνώμες της πέμπτης εποχής.

Τον πόθο δεν είδα πουθενά – άφαντος!

Στη μέση της αυλής εκεί που ήταν το πηγάδι
μία φωτιά να καίει όλα τα ξερά γράμματα
– των περασμένων χρόνων, όχι τα δικά σου.

Μπαίνω στο ποίημα την ημέρα
και θέλω να νυχτωθώ
στην κάμαρά του
– τη βρίσκω άδεια˙
παραθυρόφυλλα κλειστά
κι εσύ μόνο να λείπεις.

Στους τοίχους ζωγραφισμένα χάδια
και τα φιλιά αμίλητα
στο πάτωμα αφίλητα –
οι νύχτες που έρχονται
προάγγελοι ιχνηλάτες του απρόσιτου
και βρέχονται από τη θάλασσα
των πεπραγμένων.

Αστήρικτο σαν τρυφερός βλαστός
το καλοκαίρι γέρνει
στο κατώφλι της λιποθυμίας
και σβήνοντας αφήνει γεύση
ανεκπλήρωτης επιθυμίας
που ούτε το έψιλον
δεν πρόλαβε να σώσει.
Εγώ δεν σου ‘δωσα να καταλάβεις
τι φταις εσύ πάνω στα χώματα
ανάμεσα στα πτώματα των παλαιών ερώτων.

Nα, τώρα το θυμήθηκα
τι σου ζητούσα
- φύσηξαν άνεμοι τρελοί
και σήκωσαν τις στέγες -
αλλιώς δεν εξηγείται πώς
έμεινα με ό,τι μου ‘ταξες:
τον ουρανό με τ’ άστρα.
Nα τ’ ανάψω τουλάχιστον.

__
βλ. και http://tokoskino.wordpress.com/2011/10/30/%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%ac-%cf%84%cf%83%cf%8c%ce%b3%ce%ba%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%af%ce%ba%ce%b5%ce%b9%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%ad%ce%bb%cf%85%cf%86%ce%bf%cf%82/

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Δημήτρης Δημητριάδης, "Κατάλογοι 1 (απόσπασμα)"


[...]
Μέσα στην ησυχία, μέσα στη γαλήνη των χόρτων που γλυκαίνουν το μυαλό μου,
με τον κύκλο των δέντρων γύρω απ’ το κεφάλι,
συνεπαρμένος από το γεωμετρικό χορό της μέλισσας και της χρυσής σκιάς της,
διασχίζοντας το γάλα που τρέχει ανυπέρβλητα σα κραυγή δημιουργίας
από τ’ αρσενικό μαστάρι της πιο γόνιμης αγελάδας,
με αμέτρητους στρατούς στα δεξιά μου
και αλαλάζοντες λαούς στ’ αριστερά μου
σα να μου είναι γραφτό να σταυρωθώ για να σωθεί
με το δικό μου θάνατο η φαντασία,
την ώρα που αναγορεύεται ο μύθος μέσα στο μενεξεδένιο σούρουπο,
με τις πρωτεύουσες αραδιασμένες στο υπερώο της ερήμου,
φωνές στρατηγών από χαλασμένα μεγάφωνα,
δήμιοι με τσαντήρια ζουληγμένα μέσα στις παλάμες τους, σατραπείες,
αναίσχυντα προεδρικά ταξίδια,
ένα ποιητικός θρίαμβος, μια νέα γλώσσα της μουσικής, η ανθρώπινη καρδιά
σα λιωμένη σόλα, το ανθρώπινο μυαλό σαν απογοητευτική κληρονομιά,
το ανθρώπινο σώμα σαν ειμαρμένη, ο έρωτας
σαν εκλαΐκευση των εννεάδων,
τα εσόμενα σαν μια εκκένωση έπειτα από κτηνώδες φαγοπότι, η χαρά
σαν αποτυχημένη αυτοκτονία, τα ρήματα φαεινίζομαι, λογιάζομαι,
γονιούμαι, ανατολίζομαι, πνευμαρπάζομαι, ποθαλώνομαι,
σπερματίζομαι, άδομαι,
οι λέξεις κοχλιασμός, ενοχίαση, υλάνωση,
μηχετόρα,
οντοφονία,
οφθαλμισμός,
έγχαση, πνευματέμεση, γλωσσάφεση,
κορμισμός,
η Πολυνησία της ανομολόγητης περιπέτειας, η σκόνη
και η προσευχή μέσα στη σκόνη και η αγωνία μέσα στη σκόνη,
το άνοιγμα των τάφων, τα στόματα και η υγρή στάχτη μέσα στα στόματα,
τα όνειρα και τα εγκλήματα ανθρώπου τεσσάρων ημερών,
η Πυραμίδα του Πόνου, το Διάδημα της Οδύνης, η Αυτοκράτειρα των Σπασμών,
τοπίο μεταθανάτιας ακριβείας,
τα πλήθη γονατισμένα εμπρός σ’ ένα νάνο
που τους μετρά τις δυναστείες Ανατολής και Δύσης βγάζοντάς τες
μέσα από το κατουρημένο βρακί του,
κι εγώ, τρέχοντας,
τρέχοντας φοβισμένος, με τα δόντια της πολύτροπης ύαινας
καρφωμένα στην πλάτη μου, πέφτοντας,
χωρίς απόγονο, χωρίς κρηπίδωμα, χωρίς πατρώνυμο, ούτε ανώνυμος,
λιγότερος απ’ όλα τα έντομα, λιγότερος απ’ τη σκιά του βαρκάρη
επάνω στη διάθλαση του θαλάσσιου μόχθου του, λιγότερος
από όλο τον κόσμο μα τον κόσμο ποθώντας ολόκληρο
για να σβήσω μέσα στον κόσμο και να γίνω όπως θα ήμουν
αν δεν είχα σταθεί απέναντι στον κόσμο σαν εικόνα του,
οι γλώσσες η μία μέσα στην άλλη και μέσα από την άλλη,
το ταπεινό στόμα του προφήτη που κοκκινίζει σαν άβγαλτο κορίτσι,
το τριπλό κεφάλι της ήρεμης ύαινας στεφανωμένο
με τα τριαντάφυλλα της μεταμέλειας
και τα κρίνα της τήξεως των πάγων,
το ξύπνημα της αφής μου των αοράτων,
το φρένιασμα της πυρέσσουσας φαντασίας
ώσπου να σκορπιστεί η στάχτη μου στη θάλασσα εκείνη που με ξέβρασε,
διαλέγω τη μεγαλύτερη φωτιά και πέφτω μέσα,
πέφτω μέσα στη μεγαλύτερη φωτιά,
εξανεμίζοντας τα μεταξωτά πασούμια
για να γεμίσει ξανά ο κόσμος από τη θεά
και από τους ύμνους που πρέπει να γράφονται γι’ αυτήν.
Και
είδα το ανήμπορο χέρι
να εξαϋλώνεται,
να αρπάζει το μαγνητικό πεδίο σύσσωμο και να το στύβει σε μελάνι
επάνω σ’ ένα άγραφο χαρτί που σπαρταρούσε
σα μήτρα ζώου ετοιμόγεννου. Άκουσα τη ριζική κραυγή
στο κέντρο της Εικόνας
και ένιωσα στο απροσπέλαστο κράσπεδο του βάθους μου
τη Σύλληψη του κόσμου όπως την εύχεται το άπληστο μάτι του πόθου.

____

Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Κώστας Παπαθανασίου, "Τροφώνιο Άντρο"




Να διαβείς τον βωμό
με χνάρια ματωμένα
έτοιμος και νηστικός
να μάθεις την αλήθεια

Είσαι άρρωστος πολύ
-καιρό το ξέρεις
στο απολιθωμένο σώμα
φύτρωσαν όγκοι ζωντανοί

Ποιός θα μας λυτρώσει;
αναρωτήθηκαν οι ιερείς
Κι εσένα ποιός θα σώσει
από τους οιωνούς;

Δυο μικρά παιδιά
θα σ’ οδηγήσουν
στο νερό της Λησμονιάς
και της Θύμησης
Ξέρεις πως όλα
υπάρχουν στο κεφάλι σου
όλα γυρεύουν κάτι από σένα

Όταν σε ρουφήξει
το στόμα της σπηλιάς
μη φοβηθείς
Κανείς δεν πέθανε εκεί κάτω
-μονάχα αυτός που γύρευε χρυσάφι
Μες τη σκοτεινή μήτρα
προσευχήσου
Προσευχήσου να γεννηθείς ξανά
Να θυμηθείς τα σκοτεινά
μυστικά της μητέρας
Τον σκληρό διαχωρισμό
και την αέναη επιθυμία
Τις τρομαχτικές μάσκες
και το θόρυβο της πανοπλίας

Ω! Πόσα έχεις να θυμηθείς

Όταν ξυπνήσεις στο θρόνο της Μνήμης
μη νομίσεις πως ονειρεύτηκες
Οι ιερείς θα σ’ απειλήσουν
τίποτα μην φανερώσεις
Μα να το ξέρεις
Εκείνο το παιδί
που χαμογέλασε μπροστά
στον καθρέφτη
ήσουν εσύ

_______
Κώστας Παπαθανασίου, Εκμαγεία, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Λίγες εβδομάδες πριν εκδημήσει"


ξαφνικά η μάνα με ρώτησε:
"Πώς σου φαίνεται, Γιώργη, που λες "μάνα" εξήντα χρόνια;"

... Συνειδητοποίησα ότι η ίδια μπόρεσε κι έλεγε "μάνα"
για είκοσι οχτώ χρόνια
κι η μάνα της μονάχα για τέσσερα

και δεν είμαι βέβαιος ποιον μακάριζε,
εμένα ή τον εαυτό της που είπε κι άκουσε
ογδόντα δύο χρόνια αυτή τη λέξη.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Αντώνης Ψάλτης, "τα βράδια..."


τα βράδια
είμαι ένα παράξενο ψάρι του ωκεανού
δεν γνωρίζω τίποτα για τον πάνω κόσμο
ούτε πως ο ήλιος φωτίζει
κοιμάμαι στον μαύρο απύθμενο βυθό
όπου δεν φτάνει ανθρώπου μάτι
κι ένα τηλέφωνο χτυπά σαν γέννα
από έναν άλλο ωκεανό



___
Αντώνης Ψάλτης, Ο ήρωας μέσα μου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005





Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Χάρης Βλαβιανός, "Επιστολή"


"Να βρω τον τόπο μου σε μια πρόταση, συμπαγή,
σαν να είχε σφυρηλατηθεί σε μέταλλο.
Όχι για να γοητεύσω. Όχι για να κερδίσω την υστεροφημία.
Μια ακατόνομαστη ανάγκη για τάξη, ρυθμό, μορφή'
τρεις λέξεις που εναντιώνονται στο χάος και την ανυπαρξία."

Τσέσλαφ Μίλος

Κουραστήκαμε πιά με τον θάνατο
και τη σκοτεινή του λάμψη.
Αποστηθίσαμε όλους τους πεισιθάνατους στίχους
των αυτόχειρων ποιητών -
Καρυωτάκης, Τσέλαν, Σέξτον, Μπέρρυμαν...
Μάθαμε απέξω το "Death & Co" της Πλάθ.
Γράψε επιτέλους για κάτι άλλο.
Για μια συνηθισμένη μέρα,
την επιθυμία για τάξη, γαλήνη.

Γράψε γι' αυτές τις στιγμές
που οι πέτρινες γέφυρες της φιλίας
μοιάζουν πιο ανθεκτικές
από τον φθόνο και τη μνησικακία.

Γράψε για την αγάπη,
για το ηλικιωμένο ζευγάρι
που περπατά χέρι χέρι στην προκυμαία,
για τα μακρόσυρτα καλοκαιρινά απογεύματα
που μπορούν ακόμη να υπνωτίζουν,
για τα ευθυτενή κυπαρίσσια του κήπου σου
που αψηφούν τα υπόγεια ρεύματα της τέχνης.

Γράψε για την ανεξάντλητη αντοχή
του φωτός.

___
Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στήν πραγματικότητα, Πατάκης, Αθήνα, 2009

Ηλίας Παπαμόσχος, "Το ξεχωμάτισμα"


[...]Το κουστούμι βρέθηκε άθικτο, ένα σακούλι για τα κόκαλα, ανάμεσά τους ήταν μία πέτρα παράξενη, σπίθιζαν οι κρύσταλλοί της στο φως, σπόρος θανάτου που δεν κάρπισε, κρυφή παθολογία που γύρισε σε κτέρισμα. Της σήψης μια αμέλεια κρεμόταν στο πίσω μέρος της νεκροκεφαλής. Είπε του φίλου του να μην το αναφέρει αυτό μπρος στις γυναίκες και θυμήθηκε τότε που 'ταν μικροί και τους κούρευαν γουλί αφήνοντάς τους μόνο μια φούντα πάνω απ' το μέτωπο. Οποτε περιδιάβαινε στους δρόμους της κωμόπολης, στεκόταν και κοιτούσε το κουρείο κι άλλα μαγαζιά που ήταν πια κλειστά, με τα εργαλεία μέσα και τα έπιπλα [...]

[...]Τα κόκαλα τα έπλυνε πρώτα με χλωρίνη ο Αλβανός να ξεπλυθεί η οσμή του λίπους, έπειτα, κατά το τελετουργικό, με κρασί, και τα άπλωσε στον πέτρινο περίβολο να στεγνώσουν. Πίσω τους δυο δίδυμοι αχυρώνες άδειοι χάφτανε μες στη φωτοπλημμύρα σκοτάδι, κι απάνω απ' τις σκεπές τους η πέτρα του βουνού ανηφόριζε λάμποντας ώς τα ουράνια. «Απλωμένα στον ήλιο σαν την μπουγάδα, σαν τον τραχανά, σαν τις ντομάτες που στεγνώνουν τον Αύγουστο, τα κόκαλα του πατέρα μου...» έλεγε μετά κι η φωνή του ξεστράτιζε σε κάτι που 'μοιαζε για στριγκό γέλιο [...]

___
Ηλίας Παπαμόσχος, Ο μυς της καρδιάς, διηγήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011.

βλ. και
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=319443

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ευγένιος Αρανίτσης, "010000" ή/και "1/010000"


βρήκαμε αύγουστο υποτίθεται~ είμαστε με τον κωστή κρεμασμένοι απ’ τα πανιά τού σκάφους "ΕΥΧΟΜΑΙ Λ.Κ"

: τα πανιά πλαταγίζουν διότι μόνον αν πλαταγίζεις σου δίνει ο άνεμος κίνητρο για να εύχεσαι είτε κορώνα

είτε γράμματα, η δε "ΕΥΧΟΜΑΙ" συνηγορεί στην ίδια γλώσσα με τα φρύγανα του βυθού. πλέον η ζέστη,

συσσωρευμένη στα γράμματα, έχει δέσει την πρύμνη τής κάθε λέξης στην πλώρη τής επόμενης. μπροστά σε μύτες μας, η συνήθεια άγγιξε απαλά τον αιγύπτιο θεό ρα, που ήδη λαγοκοιμόταν, κι έτσι γλιστράει απ’ το κεφάλι του το πελώριο στέμμα: είναι ο ήλιος, κώωωστα, φωνάζω, ο ήλιος πέφ

τει! η κορώνα του ήλιου κατρακυλάειστα σκαλιά τού αέρα

ενώ συνάμα αιωρείται. και απόδειξη ότι ότι στο κοίταγμα του κώστα πρίφτη όλες οι λόγχες της φυσικότητας έχουνε γίνει ένα σφύριγμα. αλλά για λίγο. κατόπιν μοιάζει με ό,τι ήτανε εξαρχής γλυκύς παλιάνθρωπος μ’ ωραία μέση. τότε εγώ

και το εγώ τού κώστα πρίφτη είδαμε πάλι την Εντροπία με τα μάτια μου.

___
Ευγένιος Αρανίτσης, Καλοκαίρι Στον Σκληρό Δίσκο, εκδ. Νεφέλη, 2002, σ.28

και

"1/010000"

βρήκαμε αύγουστο υποτίθεται~ είμαστε με τον κωστή κρεμασμένοι απ’ τα πανιά τού σκάφους ΕΥΧΟΜΑΙ Λ.Κ 4

20: τα πανιά πλαταγίζουνε διότι μονάχα σ’ ό,τι διπλώνει δίνει ο άνεμος κίνητρο για να εύχεται κορώνα-γράμματα.

σκοπός μας – ναι! – είν’ ο αέρας, το να ξεφύγουμε απ’ τα ονόματα... α, ονό

ματα, πόσο είστε αδιάφορα για τη σύγκρουση Τάξης και Αταξίας! το ΕΥΧΟΜΑΙ του μη-κύματος λέει πάντα στην ίδια γλώσσα με τα φρύγανα του βυθού. η ζέστη κάνει

το γράμμα ρω να δένει την πρύμνη τής μίας λέξης στην πλώρη τής επόμενης. μπροστά σε μύτες μας, η συνήθεια ‘γγίζει απαλότατα τον αιγύπτιο θεό ρα, που ήδη λαγοκοιμάται κι έτσι γλιστράει απ’ το κεφάλι του το πελώριο στέμμα: είναι ο

ήλιος, κώωωστα, φωνάζω, ο ήλιος πέφτει! το

στέμμα-ήλιος κατεβαίνει κατρακυλώντας στα σκαλιά τού αέρα ενώ συνάμα αιωρείται, και απόδειξη ότι ότι στο κοίταγμα του κώστα πρίφτη όλες οι λόγχες της φυσικότητας έχουνε γίνει 1 σφύριγμα. αλλά για λίγο. ύστερα μοιάζει με ό,τι ήτανε εξαρχής γλυκύς παλιάνθρωπος μ’ ωραία μέση.τότε εγώ

& το εγώ τού κώστα πρίφτη είδαμε πάλι την εντροπία με τα μάτια μου.

___
περ. Propaganda, τεύχος 6

Alejandra Pizarnik, "Εξορία"


Αυτή η μανία να με νομίζω άγγελο
δίχως ηλικία,
δίχως ένα θάνατο που να μπορώ να ζήσω,
δίχως συμπόνια για τ’ όνομά μου
μήτε γι’ αυτά τα κόκκαλα που περιφέρονται και κλαίνε.

Και ποιος δεν έχει μια αγάπη;
Και ποιος δεν χαίρεται ανάμεσα σε παπαρούνες;
Και ποιος δεν κατέχει μια φωτιά, ένα θάνατο,
ένα φόβο, κάτι φρικτό,
κι ας είναι με πούπουλα
κι ας είναι με χαμόγελα;

Μοχθηρό παραλήρημα ν’ αγαπάς μια σκιά.
Η σκιά δεν πεθαίνει.
Κι η αγάπη μου
αγκαλιάζει μονάχα αυτό που ρέει
σαν λάβα κόλασης:
μια σιωπηρή στοά,
φαντάσματα σε γλυκιά διέγερση,
ιερείς από αφρό,
και πάν’ απ’ όλα αγγέλους,
αγγέλους ωραίους σαν μαχαίρια
που ανυψώνονται τη νύχτα
κι αφανίζουν την ελπίδα.

___
[από την ποιητική συλλογή,
Οι χαμένες περιπέτειες (1958)]

βλ. http://www.poiein.gr/archives/13656/index.html

(Alejandra Pizarnik (1936-1972), μτφρ.: Ελένη Κεφάλα)

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Αθανασία Δανελάτου, "ΤΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΝΑΧΟ"


Eίναι κανείς μονάχος του
μ’ ότι αγαπά,
κι ότι αγαπιέται ακόμη πιο μονάχο
στην αγάπη.

Περνούν, πάνω μου απ το πτώμα
του ύπνου μου φιλιά και τρένα,
σαν τις φαντασίες
που κατοικούν στην καρδιά μου
απομακρύνονται, σε γρήγορη φυγή
κίτρινα ωδικά πουλιά
μικρόσωμα, χλωμά
επιθυμίες λιποτάκτες .
Από προορισμό σε προορισμό,
αφήνουν ένα ιχνούδι του συρμού.

Η μέρα βουίζει θάλασσα κι αγρύπνια.
Ζητώντας ένα κομμάτι σώμα αντιλαβή
με πλησιάζει σ’ έναν κατακλυσμό ανέμελο .

Δεν έχω άλλο παιδί να μεγαλώσω
-φωνάζω -
Ούτε κι άλλο πατέρα να υιοθετήσω
- σωπάζω-
δάχτυλα μόνο που επιθυμούν
δάχτυλα βυθομέτρες :

από τις κόχες των ματιών,
να εξορύσσουν τα όνειρα
να τα φωτίζει το σκοτάδι.

Από τις κόχες των ματιών
ν’ αντιλέγουν μ΄ αίματα
να τα σκιάζει χάδι.

Νίκος Καρούζος, "Βράδυ"


Μια γυναίκα κλαίει στον ίσκιο της φωνής –

ω γοερά γόνατα – και φεύγει

το κακό σαν άχρηστο ζώο.

Έβλεπα τα στήθη της

κ’ ήτανε βράδυ πολύφυλλο και φωτισμένο.

Σα μίσχος άνθους ο χρόνος

αθώα υψούμενος.

Κώστας Παπαθανασίου, "Deja-Vu"



Έμβρυα περιπλανήθηκαν
Αιώνες στον μυστικό ουρανό
Χωρίς να ξέρουν
Πως εξερεύνησαν το μέλλον

___
Κώστας Παπαθανασίου, Εκμαγεία, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011

Σταύρος Σταμπόγλης, "Σαν αυτοχειρία"


Τη νύχτα σηκώθηκε, πήρε σφυρί, διάλεξε λέξεις αιχμηρές
κι΄ άρχισε να καταδίδει
"Να τελειώνουμε, να τελειώνουμε.", άκουγε κάτι
οπαδούς από πίσω να ουρλιάζουν
Και κάρφωνε, κι΄ έκοβε, ώσπου τ΄ ασπροσέντονα
γινήκανε πορφύρες
Το πρωί τον βρήκε τσακισμένο απ΄ τον πόνο,
άσπρο απ΄ την αιματοχυσία
Τόσα δάκτυλα χαμένα
Δίχως την αφή να προστρέχει στους λαβύρινθους,
σε σβήνουν τα παλιά και τα καινούργια
προσπερνάνε

____


Σταύρος Σταμπόγλης, “Τόπος Νωδ”, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011

Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Νυχτερινό ΙΙ"


Ενα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο
που λάμπει μες στη νύχτα -τίποτ' άλλο.
Μια φωνή που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ' άλλο.
Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει -τίποτ' άλλο...
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου - Τίποτ' άλλο.

___

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Αρσένι Ταρκόφσκι, "Οι πρώτες Συναντήσεις"


Tων συναντήσεων μας την κάθε στιγμή,
γιορτάζαμε σαν ευλογία,
μόνοι εμείς στον κόσμο ολάκερο. Κιʼ από
φτερό πουλιού πιο τολμηρή κι ανάλαφρη ήσουν,
σα παραζάλη στη σκάλα,
πηδούσες τα σκαλιά και
μέσα απʼ την υγρή την πασχαλιά
πήγαινες στη δική σου επικράτεια
Απʼ του καθρέφτη την άλλη την πλευρά.

Σαν έπεφτε όμως η νυχτιά με της ευμένειας
το δώρο οι πύλες άνοιγαν
του θυσιαστηρίου, μεσʼ στο σκοτάδι έλαμπες,
αργά γέρνοντας η γδύμνια,
κι, αποκοιμιόσουν: «Ας είσαι ευλογημένη!» -
έλεγα ξέροντας πως η ευλογία μου
είναι παράτολμη: κοιμόσουν,
και για νʼ αγγίξει τα βλέφαρα της βαθυγάλανης οικουμένης
σέρνονταν από το τραπέζι η πασχαλιά,
και τα βλέφαρα που γαλανάδα άγγιξε
κοιμούνταν ήρεμα, το χέρι ήταν ζεστό.

Κρυστάλλινος ο σφυγμός των ποταμών,
Νεφελώδη τα βουνά, ανήσυχες οι θάλασσες,
Μα συ κρατούσες τη γήινη σφαίρα στην παλάμη σου
κρυστάλλινη, και κοιμόσουν στο θρόνο,
και – Ω δίκαιε Θεέ! – ήσουν δική μου.
Ξύπνησες και ξανάγραψες
το καθημερινό ανθρώπινο λεξικό,
κι η φωνή στο λαρύγγι μισοσβησμένη
γέμισε, και έδωσες στη λέξη
μια νέα έννοια που σήμαινε: Τσάρος.

Κι όλα στο κόσμο μεταμορφώθηκαν, ακόμη
και τα απλά πράγματα – η λεκάνη, - όταν
στεκόταν ανάμεσα μας, σα φρουρός,
το γάργαρο μα και σκληρό νερό.

Μας παρέσυρε άγνωστο που.
Μπροστά μας περνούσαν, σαν οφθαλμαπάτες.
πόλεις χτισμένες από θαύμα θαρρείς,
η μέντα απλώθηκε κάτω απʼ τα πόδια μας
και πουλιά ανταμώναμε στο δρόμο μας,
και από το ποτάμι ψάρια πετάγονταν
Κι ο ουρανός άνοιξε μπροστά στα μάτια μας …

όταν η μοίρα τα ίχνη μας ακολούθησε
σα τρελός με το ξυράφι στο χέρι.

___
βλ. και Ποιείν http://www.poiein.gr/archives/14765/index.html#more-14765
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

Φίλιπ Λάρκιν, "Ψηλά παράθυρα"


Σαν βλέπω ένα αγόρι κι ένα κορίτσι
και μαντεύω ότι ο τύπος την πηδάει
και ότι εκείνη παίρνει το χάπι ή φοράει διάφραγμα
Ξέρω ότι έχουν βρει τον παράδεισο

Που κάθε γέρος ονειρευόταν όλη του τη ζωή –
Δεσμοί και χειρονομίες που αποσύρθηκαν
Σαν ξεχαρβαλιασμένη θεριζοαλωνιστική μηχανή
ενώ κάθε νέος κυλά στη μεγάλη τσουλήθρα

Της ευτυχίας, ασταμάτητα. Αναρωτιέμαι,
Αν κανείς πριν σαράντα χρόνια, με κοίταξε και σκέφτηκε
Έτσι θα ’ναι η ζωή
Ούτε Θεός πια, ούτε να ιδρώνεις στο σκοτάδι

Για την κόλαση και τα ρέστα, ούτε να κρύβεις
Τι σκέφτεσαι για τον παπά. Αυτός και το συνάφι του
θα γλιστρήσουν στη μεγάλη τσουλήθρα
Σαν ελεύθερα βρωμοπούλια. Και άξαφνα

Αντί για λέξεις έρχεται στο νου η σκέψη ενός ψηλού παραθύρου
Το γυαλί που καταβροχθίζει τον ήλιο
Και πέρα από αυτό, το απέραντο γαλάζιο,
Που δεν φανερώνει τίποτα, δεν έχει τέλος, και δεν είναι πουθενά.

___
μετφ. Σπύρος Δόικας

βλ. και http://greekpoet.wordpress.com/2011/09/28/psila-parathira-philip-larkin-spiros-doikas-greek-translation-poem-metafrasi/

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Γεχούντα Αμιχάι ,"Πάει καιρός που δεν ρωτήθηκε κανείς"


Πάει καιρός που δεν ρωτήθηκε κανείς
ποιος έζησε σ' αυτά τα σπίτια, ποιος μίλησε για τελευταία φορά,
ποιος ξέχασε το σακάκι του μέσα σε τούτα τα δωμάτια.
Ποιος έμεινε. (Αλήθεια, γιατί δεν έφευγε;)
Ενα δέντρο νεκρό στέκει μέσα στα ολάνθιστα. Ενα δέντρο νεκρό.
Πανάρχαιο λάθος, ακατάληπτο,
στα σύνορα της χώρας. Ξεκίνημα
στον χρόνο κάποιου άλλου. Μικρή σιωπή,
παραλήρημα της κόλασης και του κορμιού.
Το τέλειωμα του τέλους ξεκινάει με ψιθύρους.
Από το μέρος τούτο πέρασε ο άνεμος
κι ένα παιδί προσέχει με περίσκεψη το γέλιο του ανθρώπου.


___
μτφρ. Τάκης Μενδράκος
βλ. και http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=306182