Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Κρινώ Λιβυκού, "Αμοργιανή Κόρη"

Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.
Ο χρόνος μ’ έσπασε
η καρδιά μου μένει- ανέπαφη
το σημείο του γένους μου
δεν έχω αίσθηση
σχεδόν λείπει. Λείπεις.
Κι όλα μου τα μέλη αγνά και δύσπλαστα
τα στήθη μου·
γυμνά κι ασύμμετρα
πάνω απ’ την καρδιά μου- ανέπαφο
το άλλο πονεμένο.
Παγώνουν, τα στήθη μου
ύστερα καίγονται
στο χώμα και στο φως
εκτεθειμένα.
Τα Χέρια που μ’ έφτιαξαν, μετά
τα χέρια
δε μ’ άγγιξαν
κι ας καπηλεύτηκαν, για λίγο,
δε μ’ άγγιξαν.
Μόνο τα μάτια, ατέλειωτα μάτια,
με βασανίζουν.
Τα κάτω μέλη μου δεν τα νιώθω
έχουν καεί.
Η ηλικία μου κυμαίνεται.
Ή είμαι 27 ή 24
σχεδόν 27, σχεδόν 24
Τι σ’ αρέσει;
Να είμαι λίγο πιο παλιά ή λίγο πιο καινούρια;
Σοφία είναι, να νιώθεις το χρόνο.
Εγώ, δε θυμάμαι.
Δε θυμάμαι τους χρόνους μου
μόνο τους θυμίζω.
Εγώ, θυμάμαι μόνο το νησί μου
α! και τον πρώτο μου άντρα, τον κύριο Ja…
Χάιδεψε τα στήθη μου,
το δεξί κυρίως- το φθαρμένο
Αλλά, είπαμε·
τα χέρια
δε μ’ άγγιξαν.
Ούτε κι εγώ η ίδια δεν μπορώ ν’ αγγίξω τον εαυτό μου.
είμαι δεμένη, μα
θα λυθώ· σύντομα.
και θα χαϊδέψω τα στήθη μου
παγωμένα και καυτά
ανέπαφα και φθαρμένα.
Έτσι, να νιώσω ότι έχω κορμί,
Έστω και δύσπλαστο
Έστω και μισό.
Τα δικά μου χέρια, τα δικά μου
θα είναι τα πρώτα, τα μόνα
που θα μπουν μέσα μου.
Κρυώνω τώρα, πολύ
σ’ αυτό το νησί, μόνη
Θέλω να γυρίσω στο νησί μου.
Οι άνθρωποι με κοιτάζουν
σχεδόν με πόθο, με θέλουν.
Αλλά εγώ θέλω εσένα:
ήλιο· νησί· τα χέρια σου·
Γειτονεύω με το Σιντάρτα.
δε λέω, είναι καλός, ήσυχος
καμιά φορά μου ψέλνει
με καλεί να πετάξουμε, αλλά
εγώ δεν ξέρω να πετάω.
Πέταγα παλιά
πριν τα 27 ή τα 24 μου χρόνια
πριν με φτιάξουν Τα Χέρια
πριν προσγειωθώ στο νησί μου.
Δε θυμάμαι ακριβώς· μα νομίζω πως πέταγα
Κάποτε. Σε είχα δει;
Ο Σιντάρτα λέει «νίκησε την επιθυμία»
Μα, πως! Ψέλνεις όμορφα, αλλά εγώ
δεν είμαι τίποτ’ άλλο, μόνο επιθυμία.
Ο Σιντάρτα λέει «ειρήνη»
Αχ! δεν ξέρει:
*πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι*.
Ξεκουράσου, Σιντάρτα, επάνω στο λωτό σου
Εγώ θα πολεμήσω
για το σχηματικό μου κρίνο
κρατώντας τα φίδια της γονιμότητας.
Στο απολιθωμένο μου κορμί
βαθιά, στον πυρήνα μου
καίει το μάγμα.
Μη με βλέπεις έτσι λευκή, ψυχρή, ουράνια·
κάτω απ’ τον οπτικό φλοιό είναι τα χρώματα
εκεί που δε βλέπεις, με τα μάτια…
Ανασυσταίνονται μονάχα με ακτινοβολία
ενέργεια- ύλη, ύλη- ενέργεια, ενέργεια- ύλη
Ο χωροχρόνος ανδιπλούται.
Σε ποιο συμπαντικό αιώνα ζούμε;
-Ακόμα είμαστε σε διάχυση.
Η συρρίκνωση δεν έχει αρχίσει.
Κάποτε, θα ξαναγίνουμε μια σφαίρα μάζας
θα ξαναγίνουμε, με θεϊκή πυκνότητα
θα ξαναεκραγούμε.
Θα ξαναγίνουν αστρικοί σχηματισμοί
μια άλλη γη θα ευλογηθεί σε νέα γέννα
οι γεωλογικοί αιώνες θα σκαλίσουν
την λεκάνη της Τηθύος
η Αιγαιίς θα αναδυθεί, θα βουλιάξει
θα μείνουν μόνο οι Ολύμπιες κορφές
ο κύκλος της μικρής πράσινης θάλασσας
με την ιερά Φανερή στο κέντρο
Ξανάρχεται η εποχή του χαλκού.
Τότε το χέρι σου ζωντανεύει στην πλάτη μου.
Κολλάς ξανά επάνω στο κορμί μου.
Μ’ αγγίζεις.
Έχω πρόσωπο, έχω μάτια, βλέπω·
Ιδού, τα στάχια του Παραδείσου
Κυματίζουν
Αρχίζω να ξανανιώθω τον κόλπο μου
και τους μηρούς μου
Πλέον με χαϊδεύουν τα χρυσά δάχτυλα
Εκτέλεσα τη σπείρα
και βγήκα απ’ το Βιβλίο των Νεκρών.
Μέχρι να ξανασπάσουμε.
Μέχρι να ξαναφύγεις.
Πάλι, σοφή. Πάλι, νεκρή.
Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.
Ζωή, να τον μοιράζεσαι.



_____
βλ. http://www.poiein.gr/archives/17448/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου