θα σε σκοτώσει
το τσιγάρο (είπες)
το τραμ Πατήσια-Λάρισα
το νι πριν τα φωνήεντα
το ασετόν,οι λάμπες αλογόνου,
ένας φαντάρος Κώστας
απ’ τον ΄Εβρο (είπα)
θα με σκοτώσει επίσης
___
βλ. και
www.poiein.gr/archives/17079/index.htmlτο τσιγάρο (είπες)
το τραμ Πατήσια-Λάρισα
το νι πριν τα φωνήεντα
το ασετόν,οι λάμπες αλογόνου,
ένας φαντάρος Κώστας
απ’ τον ΄Εβρο (είπα)
θα με σκοτώσει επίσης
___
βλ. και
www.poiein.gr/archives/17079/index.htmlΣτην πλατιά λεωφόρο προς το προάστιο,
- Ένας μονήρης δενδρόκηπος με στέγες χαμηλές -
Ψυχή...
Κάτι αγαθά σκυλιά χωμένα στο πετσί τους
Κ' επάνω κάποια πρόωρα πλανημένα χελιδόνια,
Μετέωρα, σα να μας χαιρετούν και να μας δείχνουν
Το δρόμο προς την άνοιξη που πλησιάζει.
Μόλις προφταίνουμε να ιδούμε λίγο πίσω, λίγο εμπρός,
Κάποιον ακίνητο καπνό ή δέντρο που φεύγει.
Ήτανε κι άλλοι στην είσοδο, ξενιτεμένοι,
Φτασμένοι εκεί από τόπους μακρινούς.
(Σαν ένας τελευταίος σταθμός ή αίθουσα αναμονής).
Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.
Γυρίσαμε και είδαμε τα ρούχα μας πούχαν παλιώσει
Και τα κατάκοπα γόνατά μας γυρισμένα προς τη γη.
Και νιώσαμε τα χέρια που άγγισαν τα χέρια μας να σαλεύουν
Όπως τα ζωντανά ψάρια που πιάνεις στον ύπνο σου και ξεφεύγουν.
Να λάμπουν πίσω τα σπίτια που σκέπασαν τη γύμνια μας.
Ακούσαμε μέσα την καρδιά μας, όπως μια πέτρα που κυλάει.
Είδαμε τότε τον εαυτό μας σαν έναν άλλο,
Τριγυρισμένο απόνα φως,
Ανάμεσα σε καθαρές φωνές και ήχον οργάνων.
Χαιρετήσαμε τον ήλιο που βασιλεύει.
Πλησίασε κάποτε από μέσα ο Φύλαξ - Κηπουρός
(Κλειδιά στη ζώνη, την αξίνα στον ώμο).
Μας κοίταξε λίγο και χάθηκε στους διαδρόμους
Ανάμεσα δέντρα πανύψηλα κ' αιώνιους ήσκιους.
Καθίσαμε κι εμείς εκεί με τους άλλους,
Μαζί με τις παλιές εικόνες που κρατούσαμε,
Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.
________
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος (1955) .
Read more: http://greek-translation-wings.blogspot.com/2008/07/x_21.html#ixzz1qPYMSIwP
Αυτό δεν μου το έμαθες ποτέ: μητέρα,
πώς ανακαλούν έναν νεκρό για μη σέρνεται ώς την πόρτα σου
τα βράδια; Πέθαινες στις ανηφόρες της Αίγινας
και δεν έλεγες τίποτα. Ζωγραφίζοντας με το αίμα σου αη-Γιώργηδες
δρακοκτόνους. Ξερνώντας πόνους
σ' έρημα λουτρά. Κι εκεί φυσούσε. Πώς να περάσεις το κερί σου
απέναντι χωρίς να σβήσει; Μέλλον κανένα δεν είχες
μ' εκείνο το εύθραυστο σώμα.
Αγνωστα πρόσωπα κατέφτασαν σήμερα
να διεκδικήσουν τη φιλία σου μέσα στους τάφους. Μαύρισε
το χαλικόστρωτο μονοπάτι από τις προσποιήσεις της θλίψης τους,
αόρατοι σπάγκοι
έσερναν τα βήματα όλων μηχανικά πίσω απ' το φέρετρο.
Στεφάνια πολλά, εκλεκτικό όμως το πένθος. Κι ο ήλιος
εκτυφλωτικός πάνω στους σταυρούς και τα μάρμαρα
σε παρέδιδε άσπιλο ξανά
στη χιονισμένη ρωσική σου εστία, εκείνη
που κάποτε σε είχε αποπέμψει.
Τί μαύρο φως
τί ανάστροφος
μ’ αρπάει βυθός. . .
Στην άβυσσο
με κυνηγά
το αίνιγμα
Ποιος είμαι, τί;
Ασύνδετη
μια πίστη ξέ-
νη μ’ έπαιξε
στα ζάρια, δε
λογάριασε
ποιανού η σφαγή
κι οι ασφόδελοι. . .
Ποιος είμαι, τί;
Πτώση, ενοχή
Οιδίποδας
ή τίποτα
Ούτε κριός
ούτε Θεός
στην κορυφή
ούτε άλλοθι
Σε σκότωσα
με σκότωσες
κι απόμεινα
στην σκοτεινιά
και στο γκρεμνό
των λέξεων
ο παλαβός
εγώ ο βοσκός
των συλλαβών
Μα λόγος και όν
ασύμβατα
ασύμβατα
Η υπαρξη δεν
αρθρώνεται
____
Βύρων Λεοντάρης, Εν γη αλμυρά, εκδ. Έρασμος, 1996.
Βυθίζονται στις γωνιές του μυαλού μου δίχως χτενάκι ή κομπολόι στα χέρια, χωρίς εσάρπα στους ώμους, ή στο λαιμό κασκόλ, φεύγουν γυμνοί κι επιστρέφουν ενδεδυμένοι πλήρως, στα ντουλάπια, στις αποθήκες , στα βήματά μου. Τις νύχτες σκαλίζουν το μυαλό μου, να θυμηθώ κι άλλα κι άλλα κι άλλα. Ξεκλειδώνω βαλίτσες, λουστράρω παπούτσια, μαντάρω κάλτσες, μ’ αγγίζουν σκιές τεραστίων διαστάσεων, τις αφήνω να με χαϊδεύουν ύπουλα ως την ονείρωξη - αδιαφορούν πλήρως για συγγένειες ματωμένες, ξέρω, μισούν τα ανθισμένα νεκροταφεία, τα καντήλια, απεχθάνονται τη σιχλιασμένη λάσπη, φοβούνται το θάνατο όσο εγώ τους νεκρούς μου. Κάθομαι ήσυχη τις νύχτες, τους επιτρέπω να τυλίγονται γύρω μου – χταπόδια, πνιγμοί, γέλια, βρισιές, όρκοι. Ξυπνάω γκαστρωμένη φαντάσματα περιμένοντας τις νύχτες μας να γεννήσω, να τα ονοματίσω ξανά και ξανά. Τις νύχτες βαφτίζω τα παιδιά μου. Ξανά.
___
The age demanded an image
Of its accelerated grimace,
Something for the modern stage,
Not, at any rate, an Attic grace;
Not, not certainly, the obscure reveries
Of the inward gaze;
Better mendacities
Than the classics in paraphrase!
The “age demanded” chiefly a mould in plaster,
Made with no loss of time,
A prose kinema, not, not assuredly, alabaster
Or the “sculpture” of rhyme.
______
(Erza Pound, Hugh Selwyn Mauberly)
Δυο κατεβασμένα παραθυρόφυλλα καθημερινότητας
Και στις ρίγες που δημιουργούν σχίσματα
Βάζεις χαρτοταινίες σε παραλληλία
Σε διάταξη που συναγωνίζεται τη δίψα του νερού
Από πάνω στέκουν κονταροχτυπημένα
Τα χαρτιά της λειψυδρίας
Δεν καίγεται κανένα τίποτα
Τόσο αργά όσο θα έπρεπε
Δεν νιώθεις καμιά στιγμή πιο δικό σου
Το δικό
Παρά μόνο τη στιγμή που το βλέπεις
Να χάνεται
Κι έτσι να ξεγλιστρά στις χαρτοταινίες
Και στα ενδιάμεσα
Σαν έντομο να ξεφεύγει
Την ώρα που μοιάζει οκτάβα σε πεντάγραμμο
Και το λουκέτο σε όλες τις γραμμές
Και το κλειδί να έχει οξειδωμένες κλειδώσεις
Και εγκοπές
Πουθενά να μην ταιριάζει
Μόνο αντίγραφα
Και κάθε φορά ένα λιγότερο
Και
___
Γεωργία Τρούλη, Ακρογωνιαία πορεία στο και, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012.
στα σύννεφα
-φεγγάρι που ξέφυγες από τις νύχτες-
κι όσοι μπορούν να ορθώνουν το κεφάλι
θα σε βλέπουν.
Ανυπεράσπιστος στη βαρβαρότητα της πόλης,
κατάληξες κι εσύ να αιωρείσαι
πλάι στον Προμηθέα.
Το δειλινό ματώνετε τον ουρανό.
Τη νύχτα αστράφτει η κρυμμένη φωτιά
απ’ τα καλάμια σας
κι οι ανυποψίαστοι λένε πως έρχεται βροχή.
___
βλ. και Ποιείν: http://www.poiein.gr/archives/16989/index.html
Zu lang, zu lang schon ist
Die Ehre der Himlischen unsichtbar.
Εδώ συνάντησα τον Χαίλντερλιν
μετά την τρέλλα' τα γυάλινά του μάτια
γλάρωναν τυφλά στους γλάρους
τα κόκκαλά του φύτρωναν ία
και συλλαβές από xαμένες λέξεις.
Η αποκάλυψη, του είπα, βάλε
ξανά τα κόκκαλά σου εδώ στο οστεο-
φυλακείο' μην ξεxνάς πως είσαι απ' το κενό.
Στην Πάτμο, σ' ένα καφενείο
μ' ένα κορίτσι δίπλα μας γυμνό.
_______
Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Συγκεντρωμένα Ποιήματα 1952 - 1990, εκδ. Πλέθρον, 1991.