Περπατούσα κι είδα καρφωμένη στην κολόνα
την αναγγελία της κηδείας μου.
Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.
Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.
«Τον αγαπητό μας εχθρό
κι αντίπαλο και σκουλήκι
κηδεύομεν σήμερον.
Απεβίωσε ετών μηδέν
ώρα αγνοουμένη
κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής
εν μέσω ύπνου, δυστυχής,
και ονείρων.
Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι»
κι αντίπαλο και σκουλήκι
κηδεύομεν σήμερον.
Απεβίωσε ετών μηδέν
ώρα αγνοουμένη
κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής
εν μέσω ύπνου, δυστυχής,
και ονείρων.
Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι»
Φόρεσα το δέρμα μου και κίνησα για το μέρος.
Ένα μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα
και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω από τον τάφο
με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.
Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί,
καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Δεν επιτρέπονται ‘δω πέρα ξένοι.
Ένα μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα
και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω από τον τάφο
με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.
Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί,
καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Δεν επιτρέπονται ‘δω πέρα ξένοι.
___
βλ. και
www.poiein.gr/archives/17149/index.html#more-17149
βλ. και
www.poiein.gr/archives/17149/index.html#more-17149
Εξαιρετική η ανάμειξη μακάβριου και (αυτο)ειρωνείας. Σουρεαλιστικό και σκοτεινό το αποτέλεσμα. Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή