[...] ουρλιάζοντας σαν τα τσακάλια και σχίζοντας τα μάγουλα τους μέσα στον αδυσώπητο ίλιγγο της αποκάλυψης του πύρινου κενού της ζωής και στον εφιάλτη της υπέρβασης εκείνου του ορίου που την κάνει τόσο ανυπόφορη όσο και μια χούφτα αναμμένα κάρβουνα χωμένα μες στο στόμα, γριές που ούτε κι αυτές οι ίδιες δεν ήξεραν να πουν την ηλικία τους και μεταφέρονταν σαν ιερά λείψανα προαίωνιων κι ανώνυμων αγίων πάνω στ' αυτοκίνητα [...]
ο δάσκαλος τους έκανε μάθημα ιστορίας κρατώντας ένα τεράστιο μαχαίρι ανάμεσα στα πόδια του, και το παράθυρο το σκέπαζε το ταλαντευόμενο σώμα ενός απαγχονισμένου μαθητή [...]
ένα βαθύ σκάμμα όπου πετούσαν κάθε τόσο τα καινούργια πτώματα σκεπάζοντας τα με μερικές φτυαρίες χώμα, μόνο και μόνο για τον φόβο των όρνεων που, εκεί όπου είχε φτάσει το πράγμα, τα τραβούσαν ακόμα κι οι ζωντανοί [...]
δεν ήξεραν πια με τι να καμουφλάρουν την πραγματικότητα που πρώτα αυτούς τους ίδιους άρχισε να τρομάζει σπέρνοντας σ' αυτές τις αδυσώπητες, αδίσταχτες, αδιάντροπες, αδάκρυτες καρδιές τον υπονομευτικό φόβο του απείρου, της μοναξίας και του θανάτου [...]
Οι θεσμοί αντιστράφηκαν κι άρχισε να εφαρμόζεται το εντελώς αντίθετο τους. Μέσα σε μια στιγμή πραγματοποιήθηκε το όνειρο [...]
________
(Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σαν χώρα, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου