κι’ ἄρχισα πάλι νὰ ψάχνω γιὰ τὰ χαρτιὰ ἐνὸς δικοῦ μας ποὺ γύρευε Δικαιοσύνη
ἀκούγοντας ὁλοένα τὴ φωνή του νὰ λιγοστεύει χωρὶς νὰ παραδίνεται
τὴ φωνὴ του ν’ ἀντέχει ὅσο εἶναι ὁ κόσμος τοῦτος κι’ ἀκόμη
ὅταν κανένας πιὰ δὲ θὰ ὑπάρχει
Εἴταν σκοτεινὰ κι’ ἀνάβοντας τὸ λυχνάρι γιὰ νὰ φωτιστοῦμε
εἶδα μιὰ κασέλα καὶ τὴν ἄνοιξα μὲ τὴν τρεμούλα τῆς ἐλπίδας
ὅμως δὲ βρῆκα τίποτε, μονάχα σκόνη ἀπὸ φθαρμένα
πράγματα ποὺ ἒλιωναν καὶ τὰ ’τρωγε ὁ καιρὸς
καὶ μιὰ πιστόλα φυλαγμένη στὸ βάθος· δοκίμασα θαρρῶ νὰ τὴν κρατήσω.
O ἀγέρας κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ κάστρο δαιμόνιζε τὸ σπίτι,
καὶ στὸ κατώγι θάλεγες πὼς κάποιος ξεκάρφωνε τοὺς νεκροὺς
χῶμα καὶ κόκκαλα. Ἔπειτα ἡσυχία. Καὶ πάλι ὁ ἀγέρας
σὰν ποδοβολητὸ ἀλόγου κοντὰ στὸν τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ ξαφνικὰ πηδώντας τὸ λάκο τοῦ ὀνείρου μου
μπῆκε στὴν αὐλή, ἀκούστηκαν στὶς πλάκες καθαρὰ τὰ πέταλά του
πέρασε τὰ χαγιάτια κι’ ἀνέβηκε τριποδίζοντας τὴ σκάλα.
Σπρώχνοντας τότε τὴν πόρτα στάθηκε ἀνάμεσά μας
λυτὸ ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ἱδρωμένο ἕνα ἄσπρο ἄλογο.
Μᾶς κοίταξε περίλυπο στὰ μάτια καὶ σηκώνοντας τὸ πόδι
χτύπησε δυνατὰ στὸ πάτωμα μὲ τὴν ὁπλὴ κι’ ἔσπασε τὸ σανίδι.
«Σκύψε, τί βλέπεις;» μοῦ εἶπε ὁ Ποιητὴς
καὶ γονατίζοντας πάνω ἀπὸ τὸ μαῦρο ἄνοιγμα
εἶδα καὶ γνώρισα κεῖ κάτω πλῆθος ἁλυσοδεμένους
γεμάτο τὸ κατώγι λιωμένα κορμιὰ ποὺ στενάζανε καὶ γύρευαν Δικαιοσύνη.
Ἔτσι μὲ πήρανε τὰ κλάματα καθὼς ξημέρωνε
καὶ βγῆκα κι’ ἀκούμπησα στὸν τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ.
Γύρω μου κανείς. Μήτε ὁ Ποιητὴς μήτε τὸ ἄσπρο ἄλογο.
Χάραζε ἡ μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια
τὸ φῶς ἐνὸς σπαθιοῦ κρεμόταν στὸν ἀγέρα
_______
Γιώργης Παυλόπουλος, Τὸ κατώγι, 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου