του Άγη
Από τότε που πέθανες, μετρώ, κάθε πρωί,
τους πήχεις του πρόσωπου με τα δάχτυλα.
Αναρωτιέμαι πώς είμαι ζωντανή ενώ κατεβαίνεις,
γαμπριάτικος, με το γυαλιστερό σου φέρετρο
εκεί που μας ενώνει η Μεγάλη σιωπή.
Θάβεσαι˙
Η ανάποδη πλευρά του ζωντανού διαβαίνει
σ’ αντιστροφή αναπνοής. Το πιο μεγάλο μάτι -
Στόμα σκοτεινό - σα νύχτα σε χωνεύει
Ανάβω ένα μικρό κερί και που θα σε φωτίσει.
Από τότε που πέθανες, μετρώ το κάθε σώμα
στην αφή. Με την ταφή, απαλλάσσεις απ’ την
αιωνιότητα της γέννας, κάθε έρωτα. –
Η αγιοσύνη, άφιλτρα θα φουμάρει εφ εξής-.
Έτσι όπως χώνεσαι στη γη, καθώς ανάμεσα
στα πόδια μιας γυναίκας, έρωτας διαρκείας
τα σώματα στο σύμπαν περιστρέφει μαγεμένα.
Κι ο λαουτιέρης Άνεμος το κρούσιμό τους συλλαλεί!
Κροκάλες, κουρταλώντας, ρυθμικά
κουτί, κοκάλινο, μικρό, κυλά˙
στου ποταμού το μουσικό λάλο, ανοιχτό.
Κ.Πεδινά-Πάτρα 12/13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου