Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
Δημήτρης Δημητριάδης, "Από τη Μετάνοια της ΛΗΘΗΣ"
Kοιτάζω πίσω και δεν βλέπω τίποτα. Την πιο μεγάλη δύναμη την έχει το ψεύδος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη. Την έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Αυτήν έχει ανάγκη. Η μεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου αυτή είναι. Η ανάγκη του για ψεύδος. Διψάει για ψεύδος. Πεινάει και διψάει για ψεύδος. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν υπάρχει μία αλήθεια, αυτή είναι. Δεν θέλει την αλήθεια. Δεν την αντέχει την αλήθεια. Όχι λίγη αλήθεια. Καθόλου αλήθεια. Δεν αντέχει καθόλου αλήθεια ο άνθρωπος. Δεν αντέχει ούτε την λίγη. Καθόλου αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν υπάρχει μία αλήθεια, αυτή είναι. Ο άνθρωπος πεινάει κ διψάει για ψεύδος. Η αλήθεια του ανθρώπου αυτή είναι.Πεινάει κ διψάει κ δίνει ότι έχει για το ψεύδος. Μόνον αυτό θέλει. Αυτό τον χορταίνει, αυτό τον ξεδιψάει, αυτό τον ησυχάζει, αυτό τον κάνει άνθρωπο. Σ' αυτό πιστεύει, σ' αυτό ορκίζεται, σ' αυτό προσφέρεται. Χωρίς αυτό δεν είναι.
____
Δημήτρης Δημητριάδης (απ' τον μονόλογο Μετάνοια, ΛΗΘΗ 5 Θεατρικοί μονόλογοι, εκδ. Σαιξπηρικόν)
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Mίλτος Σαχτούρης, "Ξένε"
Ξένε
μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου
ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου
καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου;
ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου;
ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου
καὶ ψευδίζεις
θέλεις τὰ χρήματα
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν
τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν
ἱκετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ
ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ
τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν
Κώστας Παπαθανασίου, "Duende"
Πίσω απ’ τα μάτια κρύβονται
Μισές αλήθειες τρεμοφέγγουν
Καμιά αγάπη δεν μας σώζει
Καμία γνώση
Αυτά τα ίχνη οδηγούν στο πουθενά
Ο άνθρωπος που έγινε
Πάνω σε κόκαλα που τρίζουν
Αναζητεί το νέο παραμύθι
Δεν του αρκεί να ακονίζει
Στο αμόνι
Χωρίς τις σκέψεις και τον θάνατο
Να δυναστεύουν την ψυχή
Δεν του αρκεί ν’ απελπίζεται
Στον έρωτα
Χωρίς τις σπίθες του ατσαλιού
Καυτή βροχή στο πρόσωπο
Τίποτα δεν του αρκεί
Που να μην ψάχνει
Μόνος του να βρει
Ν’ αφήνει και να χάνεται
Σε μιαν ατέλειωτη πλεκτάνη
Να βρίσκει για λίγο
Εκείνη τη λάμψη
Που καθρεφτίζεται στις κόρες των ματιών
Και τον καλεί παράφορα
Ν’ αφήσει το σκοτάδι
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011
Παύλος Παρασκευαΐδης, "Ο δρόμος με τις λεύκες στην Αρκαδία, 43 x 34, λάδι σε μουσαμά"
Μια μέρα ήρθε η ώρα εκείνη και περπατούσε στο δρόμο με τις λεύκες έτσι ακριβώς
όπως τον είχε ζωγραφίσει. Κι ο δρόμος στένευε ώσπου έφτασε στο βάθος του
ορίζοντα όπου δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπιασε βιαστικά
ένα πινέλο νʼ ανοίξει το δρόμο διότι στο σημείο που είχε φτάσει ασφυκτιούσε.
Έκτοτε αγνοείται η τύχη του καθώς η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έκανε
λόγο για εξαφάνιση. Παρότι τον ψάχνουν οι δικοί του εδώ και μήνες τους βάζει σε
σκέψεις το γεγονός πως δεν άφησε πίσω του ούτε ένα σημείωμα παρά μονάχα έναν
μισοτελειωμένο πίνακα. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν είναι πως κατά καιρούς
διάφοροι περαστικοί έχουν αντικρίσει μια σκυφτή τραγική φιγούρα να περπατάει σʼ
εκείνον το δρόμο με τις λεύκες στην Αρκαδία.
__
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/15030/index.html
Έλσα Κορνέτη, "Όταν η αναγκαστική συνύπαρξη..."
Θανάσης Αθανάσιος, "Θηριοδαμαστής από συνήθεια"
Αποδοκιμάζοντας τους ευήλιους τιμητές της εκατονταρχίας
υπογράφουμε άφωνοι ,κάτω απ’ την αμετάκλητη ροπή των αν-
θρωπίνων πόρων,
τις καταφατικές δοξασίες των σωφρονισμένων κώλων. Υπάρχει
εδώ ένα ιδιότυπο τηγάνι, υπάρχει εδώ ένας θάμνος που φαρμα-
κώνει τα κλαδιά του
ενώ μυρίζει ένα παπούτσι. Υπάρχει εδώ μια κλήση δυνητικής
παθογένειας που τεντώνει τους δικτυακούς ποταμούς των επιθέ-
των μέσα στον ένσκοπο χάρτη των μελλοντικών ψιθύρων.
Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται
προβατίνες
και οι αξιώσεις μας σημεία.
___
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΥΑΛΟΚΑΜΒΑΣ, εκδ. Ενδυμίων
Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011
Έλσα Κορνέτη, "Χαμένος σε διαδρόμους"
Χαμένος σε διαδρόμους
κήπου νεκρού
ξεντύνομαι όλα τα πράσινα ρούχα
της ζωής μου
πετάω για βότσαλα
λέξεις κρεμάστρες
Τις ακολουθώ
Βρίσκω την έξοδο
αφήνοντας πίσω μου
είδωλα δαίμονες
να κατασπαράζονται
για να τις μοιραστούν
Κι έτσι όπως
η οικογενειακή ιστορία
γαλήνια αναπαύεται
Αποφασίζω:
Αυτός ο λαβύρινθος
δεν μου ταιριάζει
___
Έλσα Κορνέτη, Κονσέρβα μαργαριτάρι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011
Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011
Γιώργος Μπλάνας, "Ο κότσυφας του σύμπαντος"
Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
... κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας
όλο φωτάκια και δροσιές ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: —Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας.
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Έρχεται ο ήλιος πύρινο γρανάζι πεινασμένο
στην βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να πνίγει τα ημερόπουλα: αίμα και σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι...
Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011
Άννα Γρίβα, "Επίνικος"
Τις νύχτες σκοτώνω την ώρα μου
πάνω στα έπιπλα
με ένα θερμόμετρο στη μασχάλη ταξιδεύω
απ' το ένα δωμάτιο στ' άλλο
και μαγειρεύω στο μπρίκι μου
το ταρακούνημα της κουρτίνας
η πόρτα κλειδώνει μόνη της πια:
δεν έχω τίποτα να δώσω
σε τόσους επισκέπτες
-γιατί έρχεστε; γιατί έρχεστε ακόμη
και σπαταλάτε τ' αστέρια πάνω μου;
τόσα παιχνίδια γύρω μου
τόσες αφύλακτες χαρές
κάποτε τρεφόμουν με νερό μόνο
και είχα γίνει βαριά σαν πέτρα
με φυσούσες κι έμενα ακίνητη
στις πλαγιές των λόφων
τώρα βαδίζω κρυφά στα κοπάδια των ζώων
τα κάνω κομμάτια με τα δόντια μου
και δε χορταίνω το αίμα τους
(η ίδια δεν είμαι;)
κάποτε γυρόφερνα το θάνατο
σαν κουτσή γριά
που καθαρίζει την κουζίνα της
τώρα τον φυτεύω με τα χέρια μου
ανάμεσα στα λουλούδια
και τον βλέπω να μεγαλώνει
και να μαθαίνει το περπάτημα
τραβώ στα νύχια μου
τον κομπασμό της άνοιξης
κι αποκοιμιέμαι
πουλί εν πτήσει:
η ανακούφιση
θα μοιάζει πάντοτε
με το θυμίαμα
των ηφαιστείων.
______
περ. ΈΝΕΚΕΝ, τχ. 21, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011.
Jayne- Ann Igel, "[το φύλο των σπιτιών μου γέννησε ξένους τόπους]"
το φύλο των σπιτιών μου γέννησε ξένους τόπους
κι εγώ γλιστρούσα ελαφρά μπροστά απ ʽ τις πύλες
ελπίζοντας , πως δεν θα άνοιγε το στόμα τους
κοίταγα μέσα απʼ τα παράθυρα στις κατοικίες πίσω από το τζάμι ,
χώροι άρχιζαν να κινούνται στο άγγιγμα των Χειλιών των Ματιών μου
πόσες φορές λαχτάρησα τις νύχτες τις κιβωτούς γεμάτες φως ,
αυτές που μέσα τους έβλεπα σαν σ ʽ ένα χρόνο μακρινό
που τον γνωρίζουμε μονάχα από απεικονίσεις
κι ό, τι κινιόταν ,κινιόταν δίχως θόρυβο, έβλεπα τις μορφές
των ονείρων μου απ ʽ τον πόλεμο που κατοικούσαν δίπλα μου βουβές
σε θλιβερά υπόγεια
που ήχος μέσα τους δεν έφθανε ,διαποτισμένα απ ʽ το υγρό φως
θολών φαναριών
κι όταν ξυπνούσα , σκοτάδι έρρεε απ ʽ τα παράθυρα
___
μτφρ. Γ. Καρτάκης
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/15431/index.html
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
Νανά Τσόγκα, "Το ανοίκειον κέλυφος"
Αυτούς που θα γράψουν ποιήματα, τους αγαπούσα από παλιά.
Έζρα Πάουντ
Σαν να ’ναι εχθρός σου η ζωή και την παραφυλάς
την φιλάς σφιχτά και την φυλάς
τα φυλάς και τρέμεις μη σου φύγει
και φτύσει πρώτη, η ανίατη –
φτου ξελευτερία, το Άγνωστο.
Λίγο να μην την προσέξεις
ξεγλιστράει
μέσ’ από τις λιακάδες των ημερών
και των νυχτών τις χαραμάδες
– άβουλα παιχνιδάκια εμείς
σε πρώτη ζήτηση επαίτες
κι εκείνη όλο να μηχανεύεται.
Kαι που κουβέντα πιάνεις
με τ’ αστέρια
ζωή ζηλεύεις ζήτουλα
κι αυτή δεν σ’ αγαπάει –
σχεδόν σε κώμα το σώμα
ακόμα πάνω απ’ το χώμα.
Δεν κάνει να διαβάζεις ποιήματα τα βράδια.
Oι λέξεις που ξοδεύτηκαν
χωρίς να τις ακούσω
πλέκουν αραχνοΰφαντο
σάλι για τους σαλούς.
Kι όταν φεύγουν αμίλητοι
και μ’ ανοιχτό το στόμα
οι λέξεις είναι πάλι
που τυλιγμένες στην υγρή ομίχλη
αόρατων εξατμίσεων
βάφουνε τον ορίζοντα
με το τελεσίδικο άλικο
των ματαιωμένων αισθημάτων.
Ήμουνα ακριβής σαν μανιακή
τη σκόνη του καιρού παραμονεύοντας
μην αλλοιώσει τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου.
Με πρόδωσε εκείνη η χαραμάδα στο συρτάρι
που έβγαζε παλιότερα
στην κρυψώνα των φιλιών.
Πήγα ως εκεί για να με σταματήσει
ο νηφάλιος Κέρβερος που παρεμβάλλεται
στα σήματα τα σύρματα
και τις συγνώμες της πέμπτης εποχής.
Τον πόθο δεν είδα πουθενά – άφαντος!
Στη μέση της αυλής εκεί που ήταν το πηγάδι
μία φωτιά να καίει όλα τα ξερά γράμματα
– των περασμένων χρόνων, όχι τα δικά σου.
Μπαίνω στο ποίημα την ημέρα
και θέλω να νυχτωθώ
στην κάμαρά του
– τη βρίσκω άδεια˙
παραθυρόφυλλα κλειστά
κι εσύ μόνο να λείπεις.
Στους τοίχους ζωγραφισμένα χάδια
και τα φιλιά αμίλητα
στο πάτωμα αφίλητα –
οι νύχτες που έρχονται
προάγγελοι ιχνηλάτες του απρόσιτου
και βρέχονται από τη θάλασσα
των πεπραγμένων.
Αστήρικτο σαν τρυφερός βλαστός
το καλοκαίρι γέρνει
στο κατώφλι της λιποθυμίας
και σβήνοντας αφήνει γεύση
ανεκπλήρωτης επιθυμίας
που ούτε το έψιλον
δεν πρόλαβε να σώσει.
Εγώ δεν σου ‘δωσα να καταλάβεις
τι φταις εσύ πάνω στα χώματα
ανάμεσα στα πτώματα των παλαιών ερώτων.
Nα, τώρα το θυμήθηκα
τι σου ζητούσα
- φύσηξαν άνεμοι τρελοί
και σήκωσαν τις στέγες -
αλλιώς δεν εξηγείται πώς
έμεινα με ό,τι μου ‘ταξες:
τον ουρανό με τ’ άστρα.
Nα τ’ ανάψω τουλάχιστον.
__
βλ. και http://tokoskino.wordpress.com/2011/10/30/%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%ac-%cf%84%cf%83%cf%8c%ce%b3%ce%ba%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%af%ce%ba%ce%b5%ce%b9%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%ad%ce%bb%cf%85%cf%86%ce%bf%cf%82/
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011
Δημήτρης Δημητριάδης, "Κατάλογοι 1 (απόσπασμα)"
[...]
Μέσα στην ησυχία, μέσα στη γαλήνη των χόρτων που γλυκαίνουν το μυαλό μου,
με τον κύκλο των δέντρων γύρω απ’ το κεφάλι,
συνεπαρμένος από το γεωμετρικό χορό της μέλισσας και της χρυσής σκιάς της,
διασχίζοντας το γάλα που τρέχει ανυπέρβλητα σα κραυγή δημιουργίας
από τ’ αρσενικό μαστάρι της πιο γόνιμης αγελάδας,
με αμέτρητους στρατούς στα δεξιά μου
και αλαλάζοντες λαούς στ’ αριστερά μου
σα να μου είναι γραφτό να σταυρωθώ για να σωθεί
με το δικό μου θάνατο η φαντασία,
την ώρα που αναγορεύεται ο μύθος μέσα στο μενεξεδένιο σούρουπο,
με τις πρωτεύουσες αραδιασμένες στο υπερώο της ερήμου,
φωνές στρατηγών από χαλασμένα μεγάφωνα,
δήμιοι με τσαντήρια ζουληγμένα μέσα στις παλάμες τους, σατραπείες,
αναίσχυντα προεδρικά ταξίδια,
ένα ποιητικός θρίαμβος, μια νέα γλώσσα της μουσικής, η ανθρώπινη καρδιά
σα λιωμένη σόλα, το ανθρώπινο μυαλό σαν απογοητευτική κληρονομιά,
το ανθρώπινο σώμα σαν ειμαρμένη, ο έρωτας
σαν εκλαΐκευση των εννεάδων,
τα εσόμενα σαν μια εκκένωση έπειτα από κτηνώδες φαγοπότι, η χαρά
σαν αποτυχημένη αυτοκτονία, τα ρήματα φαεινίζομαι, λογιάζομαι,
γονιούμαι, ανατολίζομαι, πνευμαρπάζομαι, ποθαλώνομαι,
σπερματίζομαι, άδομαι,
οι λέξεις κοχλιασμός, ενοχίαση, υλάνωση,
μηχετόρα,
οντοφονία,
οφθαλμισμός,
έγχαση, πνευματέμεση, γλωσσάφεση,
κορμισμός,
η Πολυνησία της ανομολόγητης περιπέτειας, η σκόνη
και η προσευχή μέσα στη σκόνη και η αγωνία μέσα στη σκόνη,
το άνοιγμα των τάφων, τα στόματα και η υγρή στάχτη μέσα στα στόματα,
τα όνειρα και τα εγκλήματα ανθρώπου τεσσάρων ημερών,
η Πυραμίδα του Πόνου, το Διάδημα της Οδύνης, η Αυτοκράτειρα των Σπασμών,
τοπίο μεταθανάτιας ακριβείας,
τα πλήθη γονατισμένα εμπρός σ’ ένα νάνο
που τους μετρά τις δυναστείες Ανατολής και Δύσης βγάζοντάς τες
μέσα από το κατουρημένο βρακί του,
κι εγώ, τρέχοντας,
τρέχοντας φοβισμένος, με τα δόντια της πολύτροπης ύαινας
καρφωμένα στην πλάτη μου, πέφτοντας,
χωρίς απόγονο, χωρίς κρηπίδωμα, χωρίς πατρώνυμο, ούτε ανώνυμος,
λιγότερος απ’ όλα τα έντομα, λιγότερος απ’ τη σκιά του βαρκάρη
επάνω στη διάθλαση του θαλάσσιου μόχθου του, λιγότερος
από όλο τον κόσμο μα τον κόσμο ποθώντας ολόκληρο
για να σβήσω μέσα στον κόσμο και να γίνω όπως θα ήμουν
αν δεν είχα σταθεί απέναντι στον κόσμο σαν εικόνα του,
οι γλώσσες η μία μέσα στην άλλη και μέσα από την άλλη,
το ταπεινό στόμα του προφήτη που κοκκινίζει σαν άβγαλτο κορίτσι,
το τριπλό κεφάλι της ήρεμης ύαινας στεφανωμένο
με τα τριαντάφυλλα της μεταμέλειας
και τα κρίνα της τήξεως των πάγων,
το ξύπνημα της αφής μου των αοράτων,
το φρένιασμα της πυρέσσουσας φαντασίας
ώσπου να σκορπιστεί η στάχτη μου στη θάλασσα εκείνη που με ξέβρασε,
διαλέγω τη μεγαλύτερη φωτιά και πέφτω μέσα,
πέφτω μέσα στη μεγαλύτερη φωτιά,
εξανεμίζοντας τα μεταξωτά πασούμια
για να γεμίσει ξανά ο κόσμος από τη θεά
και από τους ύμνους που πρέπει να γράφονται γι’ αυτήν.
Και
είδα το ανήμπορο χέρι
να εξαϋλώνεται,
να αρπάζει το μαγνητικό πεδίο σύσσωμο και να το στύβει σε μελάνι
επάνω σ’ ένα άγραφο χαρτί που σπαρταρούσε
σα μήτρα ζώου ετοιμόγεννου. Άκουσα τη ριζική κραυγή
στο κέντρο της Εικόνας
και ένιωσα στο απροσπέλαστο κράσπεδο του βάθους μου
τη Σύλληψη του κόσμου όπως την εύχεται το άπληστο μάτι του πόθου.
____
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη
Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011
Κώστας Παπαθανασίου, "Τροφώνιο Άντρο"
Να διαβείς τον βωμό
με χνάρια ματωμένα
έτοιμος και νηστικός
να μάθεις την αλήθεια
Είσαι άρρωστος πολύ
-καιρό το ξέρεις
στο απολιθωμένο σώμα
φύτρωσαν όγκοι ζωντανοί
Ποιός θα μας λυτρώσει;
αναρωτήθηκαν οι ιερείς
Κι εσένα ποιός θα σώσει
από τους οιωνούς;
Δυο μικρά παιδιά
θα σ’ οδηγήσουν
στο νερό της Λησμονιάς
και της Θύμησης
Ξέρεις πως όλα
υπάρχουν στο κεφάλι σου
όλα γυρεύουν κάτι από σένα
Όταν σε ρουφήξει
το στόμα της σπηλιάς
μη φοβηθείς
Κανείς δεν πέθανε εκεί κάτω
-μονάχα αυτός που γύρευε χρυσάφι
Μες τη σκοτεινή μήτρα
προσευχήσου
Προσευχήσου να γεννηθείς ξανά
Να θυμηθείς τα σκοτεινά
μυστικά της μητέρας
Τον σκληρό διαχωρισμό
και την αέναη επιθυμία
Τις τρομαχτικές μάσκες
και το θόρυβο της πανοπλίας
Ω! Πόσα έχεις να θυμηθείς
Όταν ξυπνήσεις στο θρόνο της Μνήμης
μη νομίσεις πως ονειρεύτηκες
Οι ιερείς θα σ’ απειλήσουν
τίποτα μην φανερώσεις
Μα να το ξέρεις
Εκείνο το παιδί
που χαμογέλασε μπροστά
στον καθρέφτη
ήσουν εσύ
_______
Κώστας Παπαθανασίου, Εκμαγεία, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)