Κλειστό το σπίτι από παντού
μόνο
μέσα τρυπώνει η βροχή βρίσκει διόδους
γλιστράει απαλά ανεμπόδιστα το νερό
στους τοίχους εκεί
αυλακώνει τα μάτια της που με κοιτούσαν
πάντα ερωτηματικά κάτι ζητώντας
πάντα
εισχωρώντας σε ό,τι προστάτευα
ανθρώπινος πόνος και αλήθεια μαζί
που δεν άντεχα
τώρα
της το οφείλω :
ήμουν σκληρός
Κατοικώντας στις πόλεις σε δωμάτια ξένα
κατοικώντας κοντά
μακριά
σ’ ακατοίκητα βλέμματα
χρόνια γεμάτα παύσεις στο τηλέφωνο
ψάχναμε απ’ τα λόγια τα οδυνηρά
κλαίγοντας χωριστά
ο καθένας το κλάμα του
τον ίδιο καημό
ανένδοτοι στη λογική ή στο πείσμα
ή σ’ αυτό που έμοιαζε αιωνιότητα :
το θυμό της πληγής μας
όταν
επέστρεφε απ’ την περιπέτεια
μπαίνοντας στην αυλή ένα γκρέμισμα
δεν υπήρχε γωνιά
μας χτύπαγε η τρικυμία
σχεδόν μαθημένοι πως αυτό ήταν η μοίρα μας
αγκαλιασμένοι στο τέλος
βρίσκοντας επιτέλους ένα νόημα να ανήκουμε μαζί
στις σκάλες
έτρεχε νερό αλάτι έκανε κρύο η φωτιά σβηστή
έπαιζα
με ξύλα αναμμένα
σπρώχνοντας μες στη χόβολη κομμάτια πικρά
μια τεράστια φτώχια
ακαθόριστη
ένας μαύρος δρόμος ξεκίναγε από βαθειά
κι ήταν ο μόνος
δεν ήξερα άλλο
κανένα δεν φαντάζομαι
ίσως φοβάμαι
κάποτε φτάνει μια κραυγή πότε πότε
μα δεν υπάρχει πια
τα σίδερα σπάζοντας το όριο περνώντας
έχει ξεφύγει στα πουλιά
ένας αέρας πότε πότε
ίσως δυο δάκρυα
ό,τι με το χρόνο κατακάθεται και
μοιάζει αγάπη
δυο μάτια θολά
__
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/16391/index.html#comment-324594
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου