Έχει το σώμα μου μικρές φιλοδοξίες
φωτιάς απολήξεις πταίσμα εμπρησμών
σημάδια κόκκινα που μηρυκάζονται
από το θάνατο της νύχτας.
Στης λέξης την κυριολεξία
πονώ κι εγκαταλείπομαι
-πονώ σαν πεινασμένος-
κι οι φθόγγοι παρατείνονται
από ένα εμπόδιο στα δόντια.
Σε πλεύση άπνοια
κρατιέμαι
απ’ της λαμπάδας
το σπιθίρισμα
και κάνω βόλτες
που κυκλώνουν
όπως οι μύγες το κενό.
Συντάσσομαι στα κόκαλα
κι ύστερα τα διαλύω
και σχήμα ανθρώπου υποκρίνομαι
μονάχα στο περίβλημα.
Απ’ την παράλυτη εικόνα μου
αδειάζω χώρο για να σκέφτομαι
χωρίς τριγμούς και σκαρφαλώματα
χωρίς τρεχάλες
-όχι να σκέφτομαι πολύ
παρά όσο κάνει να πιαστεί
η απάντηση στα χείλη:
μάτι αδύναμο
κλειστό φινιστρίνι
στο βάθος του κύματος
μια γρατζουνιά
όρυγμα το ‘πανε
όταν κοιτά
τη σάρκα από μέσα
προς τον καθρέφτη.
Μαύρο στίγμα σε ζηλεύω
όταν σφίγγεις το μυαλό μου
το σκοτάδι σου ανάφλεξη
με φωτίζει ακαριαία
στη ζεστασιά του μηδενός.
________-
Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου