Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
Μίλτος Σαχτούρης, "Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών"
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012
Κώστας Παπαθανασίου, "Η Σπηλιά"
Τα μάτια σου άγνωστοι χάρτες
Κοιτάνε το ταξίδι μου
Για να’ρθω κοντά σου
Άφησα τα ίχνη μου παντού
Τ’ όνομα σου κυματίζει
Σ’ άγνωστες κορυφές
Κοιτάω το χάος που απλώνεται
Από ψηλά ένα βήμα πίσω
Απ’ τη ζωή και το θάνατο
Εγώ που ήθελα να πετάξω
Εγώ που ήθελα να βουτήξω στο κενό
Τώρα γυρνάω πίσω σε σένα
Να ζήσω και να πεθάνω
Έναν έρωτα μεγάλο
Μαζί κατρακυλούμε απ’ την
Ψηλότερη κορφή
Στην αρχή της αθωότητας
Σε μια αέναη κατολίσθηση
Που συνεχώς μας θάβει
Στη σπηλιά μας
_____________
Κώστας Παπαθανασίου, Πέτρινα Πουλιά, Οδός Πανός, 2006.
Έκτωρ Κακναβάτος, "Ο χρόνος είναι εξωμήτριο του Χάους"
Ο χρόνος είναι εξωμήτριο του Χάους
Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν
τον ακατάργητο
Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές
ψειρίζεται πετώντας από πάνω του
τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων
____
Έκτωρ Κακναβάτος, Χαοτικά Ι
Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012
Κατερίνα Γώγου, "Ένα (επίκαιρο) ποίημα"
Στο διάολο να πάνε όλοι,
Να μαυρίσει ο ήλιος!
Ο Λόγος Του Θεού ας είναι ο Λόγος Της Κατερίνας:
Λαδερά στο πλαστικό Ακομινάτου
έξω απ’ την πόρτα Αύγουστος
άσπρες σαν πανί οι πουτάνες
40 υπό σκιάν 4 η ώρα μεσημέρι.
Ανοίγουνε τα μπούτια μοναχά τους
σαν ψόφια μύδια
γέμισ’ ο κόσμος χρωματιστά βρακιά
Πακιστανούς ντετόλ κουτσές ρουφιάνες
κι αδερφές μ’ ενέσεις στα βυζιά
γεμάτες καρκινώματα.
Γέμισ’ ο δρόμος
ξετιναγμένες σάλπιγκες και πεταμένες μήτρες
τουμπάνιασε η κοιλιά
απ’ άχρηστα σπέρματα
- δεν πιάνονται παιδιά εδώ
δεν πιάνεται τίποτα από πουθενά
η Μαγδαληνή και η Βάνου τη γυρίσανε
οι δοσάδες κι ο άγιος της γειτονιάς είναι κολεγιά
πρώτα τα παίρνουνε και μετά σας καρφώνουνε.
Έτσι είναι.
Απλώσατε πουτάνες στο Μεταξουργείο
ντάλα μεσημέρι χωρίς δέντρο – πού
θα σκαλώσετε χωρίς τοίχο -
πού’ ρθατε εδώ να ακουμπήσετε
Αγανακτισμένοι Πολίτες
και θρησκευτικοί παράγοντες τα βρήκανε.
Οργανωθήκανε. Αγόρασαν μπιτόνια. Και βενζίνα.
Θα σας καταβρέξουν. Θα σας κάψουνε λέει.
Σα τυφλοπόντικες λέει.
Κλούβες με κωλομπαράδες αστυνομικούς
ματάκηδες ανίκανοι οι Γιατροί των Ηθών
μουνόψειρες κάνουν σουλάτσο τη μέρα στο μυαλό σας
λευκόρροια στον ύπνο οι τσιλιαδόροι
- ποιανού το μέρος παίρνουνε
Εδώ καίμε τις μάγισσες.
Γαμάμε τις πουτάνες.
Η αφίσα του Καραμανλή
τα μάτια σας καμιά φωτογραφία
κλωστές από κεντήματα
περούκες καραφλές μελανιασμένες ρόγες
εξώσεις σφίγγουν τα μαλλιά και το λαιμό
δένουνε χέρια και πόδια στα κρεβάτια
εσάς και εμάς μαζί
ο τρόπος κι η ταρίφα αλλάζει
ο τόπος και το όνομα αλλάζει
Στη Λάρισα 40 βαθμοί
εδώ στο σταυρό ο ήλιος.
_________
Βλ. το περ “Το Κράξιμο”, 1980 και
http://tokoskino.wordpress.com
Έλσα Κορνέτη, "ο αμυντικός έρωτας"
Όσες πανοπλίες
κι αν φορέσεις
το τρυφερό σου κρέας
θα μένει πάντα
γυμνό και εκτεθειμένο
_____
Έλσα Κορνέτη, Κονσέρβα Μαργαριτάρι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2011.
Γιάννης Δάλλας, “Η σκηνή και τα πρόσωπα, ΙV”
Εκεί πήραμε την κακή στροφή
και γονατίσαμε στ’ αλώνι
Πέρα καπούλια των βουνών ακόμα τρέχοντας
κ’ ύστερα γέρνοντας από ψηλά στη λίμνη
με τα ρουθούνια σαν σε μαρμαρόγουρνα
σταματημένος σταλαγμός ο χρόνος
κι ο δρόμος έβγαζε ξανάβγαζε στ’ αλώνι
πληρώσαμε παλαιστικά πιάσαμε θέση
κ’ είδαμε τον αλωνιστή να χερομάχεται
και ξάφνου στις οπλές ανάμεσα
-δάσος χεριών δρεπάνισμα ποδιών-
μια μάνα διχασμένη
και παρακάτω στις μυλόπετρες
τους ζωντανούς ν’ αλέθονται σιτάρι
Στη γειτονιά μου και στη γειτονιά σας ξέχειλα
Μαρτυρολόγια της μονής του Ντίλιου
____
Γιάννης Δάλλας, Το
τίμημα, 1981.
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012
Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, "Οζυμανδίας"
Αντάμωσα έναν οδοιπόρο από αρχαία πατρίδα
Είπε: Δύο πόδια από πέτρα, θεόρατα, δίχως το σώμα
Στέκουν στην έρημο… και πλάι τους μέσα στην άμμο είδα
Να στέκει όψη βυθισμένη, θρυμματισμένη. Στόμα
Είπε: Δύο πόδια από πέτρα, θεόρατα, δίχως το σώμα
Στέκουν στην έρημο… και πλάι τους μέσα στην άμμο είδα
Να στέκει όψη βυθισμένη, θρυμματισμένη. Στόμα
Με χείλη που είναι ζαρωμένα κι υπεροψίας βέλη
Λένε ότι διάβασε ο γλύπτης άριστα όλα τα πάθη
Που σώζονται ακόμα τώρα πάνω στ’ άψυχα μέλη,
Το χέρι που έδειχνε τη χλεύη, απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Λένε ότι διάβασε ο γλύπτης άριστα όλα τα πάθη
Που σώζονται ακόμα τώρα πάνω στ’ άψυχα μέλη,
Το χέρι που έδειχνε τη χλεύη, απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Πάνω στο βάθρο αυτά τα λόγια προβάλλουνε γραμμένα
«Το όνομά μου Οζυμανδίας, των βασιλέων πρώτος
Δες, Μεγαλείο, κι απελπίσου έργα τρανά από μένα!»
«Το όνομά μου Οζυμανδίας, των βασιλέων πρώτος
Δες, Μεγαλείο, κι απελπίσου έργα τρανά από μένα!»
Τίποτα πλάι δεν απομένει. Τριγύρω απ’ τα συντρίμμια
Του ερειπίου του μεγάλου, ατέρμονη, πελώρια
Η ερημιά παντού απλώνει, της άμμου η πλήρης γύμνια.
Του ερειπίου του μεγάλου, ατέρμονη, πελώρια
Η ερημιά παντού απλώνει, της άμμου η πλήρης γύμνια.
_________
(απόδοση στα ελληνικά Γ. Ευθυμιάδης)
βλ. και http://bibliotheque.gr/?p=12331
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012
Γιάννης Γκούμας, "Μπίλη Βέμη (1954-2012)"
Ο ήλιος έδυσε περίλυπος
πίσω από την ποίησή της.
Τα κύματα να ομοιοκαταληκτούν
αποκαρδιωμένα. Τα σύννεφα
λαμπύριζαν ελεγειακά.
Ο ουρανός σκοτείνιασε,
μελαγχόλησε, ελπίζοντας ότι
θα μπορέσουμε να υπομείνουμε
την ιδιορρυθμία του θανάτου.
Απώλεια, απώλεια που κρατάει
τη δάδα της φλεγόμενη.
Για μια στιγμή
είδα μια άλλη άποψη
του εαυτού της, μετασχηματισμένη
από τις μεταφράσεις μου
των ποιημάτων της. Έπειτα
έστρεψα το βλέμμα μου στον καθρέφτη
και είπα: «Τι σε κάνει να πιστεύεις
ότι επειδή είμαι ζωντανός
έχω μεγαλύτερη ελπίδα
από την απεικόνισή σου;»
Ο θάνατός της
με μετέφερε έξω από το παρελθόν
που δεν ήθελα να εγκαταλείψω,
να με οδηγεί εκεί που ξέρω καλά
ότι η ζωή δεν υποσχέθηκε τίποτε, σε κανένα,
εκτός από το όνομα «ζωή».
Χρόνος είναι να κοιτάζεις προς το μηδέν
για μια δεύτερη ματιά. Όλοι μας
ζούμε την προϋπόθεση τού να ζεις.
Φίλη, αγαπημένη φίλη,
τα ποιήματα που είχες στην καρδιά
πέταξαν ψηλά
σε συσσώρευση νεφών,
στην καρδιά του Θεού.
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012
Μπίλη Βέμη, "Με τα δάχτυλά τους"
Οι νεκροί
κεντούν με τα δάχτυλά τους
παράξενα σχήματα στο φως
____
Μπίλη Βέμη, Ο Κόκορας των θεμελίων, Αθήνα, 1971.
Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012
Αντώνης Φωστιέρης, "Εκεί που είσαι"
Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.
Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας
Ούτε κουβέρτα.
Να σκεπάζεσαι καλά
Με το χώμα σου.
Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012
Αθανασία Δανελάτου, "Καρεκλάκι διπλανού ισογείου"
Απόγευμα Παρασκευής νταλακαλόκαιρο, η συμφόρεση
την πήρε. Γιόμισε το κεφάλι της, ογδoνταπέντε
χρόνων
αίμα χοχλαστό
στους 40 C υπό σκιάν.
Aλαφιασμένη η γειτόνισσα -χήρα διπλανού ισογείου-
Κρατούσε, με το να χέρι της, της ρόμπας τα κουμπιά
με τ’ άλλο το λαιμό της να μην της φύγει , θα ‘λεγες,
η ανάσα, καθώς με το φορείο έφευγε της φίλης της, το σώμα .
Κι ως έχασκε η κοιλιά του ασθενοφόρου καταμεσής
του Ιούλη μ’ ολόγιομο κρεβάτι και μπουχό,
Aλαφιασμένη η γειτόνισσα -χήρα διπλανού ισογείου-
Κρατούσε, με το να χέρι της, της ρόμπας τα κουμπιά
με τ’ άλλο το λαιμό της να μην της φύγει , θα ‘λεγες,
η ανάσα, καθώς με το φορείο έφευγε της φίλης της, το σώμα .
Κι ως έχασκε η κοιλιά του ασθενοφόρου καταμεσής
του Ιούλη μ’ ολόγιομο κρεβάτι και μπουχό,
για μια στιγμή ολάκερο
το σύμπαν έχασκε θαρρείς:
Παράθυρα και μάτια και πόρτες των σπιτιών και στόματα
ανοιχτά, τρύπες τεράστιες όπου παντού από μέσα τους
μπαινόβγαινε το αιφνίδιο, υψώνοντας μεσίστια
την απορία που εκκαλεί, το ζωντανό, στον εξ αρχής του τόπο.
Ζούμε το θάνατό μας ζώντας, έλεγε στο δίχτυ ενός ονείρου
Παράθυρα και μάτια και πόρτες των σπιτιών και στόματα
ανοιχτά, τρύπες τεράστιες όπου παντού από μέσα τους
μπαινόβγαινε το αιφνίδιο, υψώνοντας μεσίστια
την απορία που εκκαλεί, το ζωντανό, στον εξ αρχής του τόπο.
Ζούμε το θάνατό μας ζώντας, έλεγε στο δίχτυ ενός ονείρου
παιδικού
αποξεχασμένοι. Τραμπαλίζοντας λόγια αγάπης
με σημασία.
Συρράβοντας νοήματα και συνταγές ανορεξίας.
Αποξέοντας το
σάλιο από το χαμόγελο στο στόμα
Του αγαπημένου, φτιάχνοντας μικρούς βλωμούς,
ύστερα φτύνοντάς
τους , ολόισια στα μάτια
σημαδεύοντας
Εκβιάζοντας, αιωνίως,
εκείνη την προσωπογραφία-παραγγελιά
στο στασίδι απάνω του βλέμματος .
στο στασίδι απάνω του βλέμματος .
Χωρατατζής σωστός ο
θάνατος, ποτέ δεν αστειεύεται
σκάει το μπαλόνι όποτε θέλει ξαφνικά και ξεκαρδίζεται
στης αρτηρίας την άκρη.
Απ’ το μπαλκόνι μου τις βλέπω, χρόνια τώρα,
σκάει το μπαλόνι όποτε θέλει ξαφνικά και ξεκαρδίζεται
στης αρτηρίας την άκρη.
Απ’ το μπαλκόνι μου τις βλέπω, χρόνια τώρα,
της γειτονιάς μου τις γριές. Κάθε που σουρουπώνει,
με το καρεκλάκι της εκκλησίας,
η το άλλο το πλαστικό
του γύφτου, μια το να
μια τα’ άλλο, μαζεύονται
στης αρχαιότερης της
χήρας το πεζούλι και λειτουργούνται
κάτω απ’ το φεγγάρι με την ρόμπα τους
την μαύρη την πουά και την ισπανική βεντάλια τους στο χέρι.
Αφ υψηλού ηλικίας τις χαζεύω της γειτονιάς μου τις γριές.
την μαύρη την πουά και την ισπανική βεντάλια τους στο χέρι.
Αφ υψηλού ηλικίας τις χαζεύω της γειτονιάς μου τις γριές.
Βρέχοντας με το λάστιχο
άνυδρες ώρες , ψηφίδες μωσαϊκού
και γυμνές πατούσες.
Μετρώ τα λόγια, τις φωνές, τον αριθμό
τους, κάνοντας λογαριασμούς ημέρας, γράφοντας γράμματα
νύχτας, ή σκαλίζοντας εκείνη
την προσωπογραφία που λέγαμε
απ΄ την ανάποδη Του
κάδρου των ημερών.
Απόγευμα
Παρασκευής νταλακαλόκαιρο, η συμφόρεση την πήρε.
Την κήδεψαν
Δευτέρα το πρωί. Δεν πήγα στην κηδεία.
Άδειες δεν δίνουν πια τα αφεντικά για τελετές
κι έτσι
μονάχη της πεθαίνει η
ζωή με κάτι συνταξιούχους
και μερικές νοικοκυρές
για συνοδεία.
_______________
Αθανασία Δανελάτου , Πάτρα Ιούλιος 2012
Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012
Σωτήρης Παστάκας, "Νόστος"
Αυτό είναι ένα ταξίδι σε ALFA ROMEO.
Το τοπίο επαναλαμβάνεται πάνω στο παρμπρίζ.
Τρεις άντρες και πέντε βαλίτσες
το πολλαπλασιάζουν επί τρία, επί πέντε.
Ο σταθμός ανεφοδιασμού το καταργεί
επί ένα σύντομο τέταρτο.
Το καλώδιο από τηλεγραφόξυλο σε τηλεγραφόξυλο
θα τους τραβήξει έξω.
Στην απέναντι ακτή δεν τους περίμενε κανείς.
Κι ο τροχονόμος έκοβε τα νύχια
στηριγμένος στη μοτοσυκλέτα, αδιαφορώντας
για τους παραβάτες και τα πρόβατα.
__________
Το Δέντρο, τχ. 20., Απρ. 1981.
Ντίνος Σιώτης, "Χριστούγεννα στην Τήνο, 1980"
Επιστροφή αγίων ασωμάτων
ακόμη πηδώντας
από βράχου εις βράχον.
Η Ραφήνα τα κύματα
η χρυσή άμμος ο καρδιολόγος
το σκαμπανέβασμα (μέσα) στη βροχή
και μετά οι αφίξεις
στα παγωμένα σοκάκια.
ΤV κιόλας όχι όπως και πριν.
Τότε
κάποιος συμβαίνει να είναι ο εαυτός μου:
"Τι χαμπάρια;"
"Σπουργίτες", που γυρνάνε
από ταξίδια (μακρινά).
Και την άλλη μέρα
στο διάδρομο του ποιήματος
βλέπω το Σαν Φρανσκίσκο
με ανοιχτές ομπρέλες
και την ίδια μέρα
"όχι άλλα δάκρυα" φωνάζουν
οι εκδορείς συναισθημάτων.
Ύστερα αποφάσισα να φύγω
μα το πόδι μου δεμένο στο απόγευμα
________
Το Δέντρο, τχ. 20., Απρ. 1981.
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012
Θωμάς Ιωάννου, "Παράλυση βλέμματος"
Πασχίζεις
Nα καθαρίσεις το πρόσωπό σου
Από τα βλέμματα των άλλων
Όμως αυτά παραμόρφωσαν
Tόσο την εικόνα σου
Που δε θυμάσαι πια
Πως έβλεπες τον εαυτό σου
Τότε που τα μάτια σου
Αλλοιθώριζαν προς το αόρατο
Τώρα πια βλέπεις το πρόσωπό σου
Με τα μάτια τους
Και είναι αργά να αλλάξεις
οπτική γωνία
Ή να αποκτήσεις ένα νέο
πρόσωπο
Παρατηρώντας το βλέμμα τους
Πάνω στη ζωή σου
Παρέλυσε το δικό σου βλέμμα
Κι έμεινες να κοιτάς τον
εαυτό σου
Μέσα από την κλειδαρότρυπα
των άλλων
Άνθρωπος που δεν πίστεψε
Στα ίδια του τα μάτια
______________
Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011.
Άννα Γρίβα, "Το φεγγάρι μηδενικό"
Έχει το σώμα μου μικρές φιλοδοξίες
φωτιάς απολήξεις πταίσμα εμπρησμών
σημάδια κόκκινα που μηρυκάζονται
από το θάνατο της νύχτας.
Στης λέξης την κυριολεξία
πονώ κι εγκαταλείπομαι
-πονώ σαν πεινασμένος-
κι οι φθόγγοι παρατείνονται
από ένα εμπόδιο στα δόντια.
Σε πλεύση άπνοια
κρατιέμαι
απ’ της λαμπάδας
το σπιθίρισμα
και κάνω βόλτες
που κυκλώνουν
όπως οι μύγες το κενό.
Συντάσσομαι στα κόκαλα
κι ύστερα τα διαλύω
και σχήμα ανθρώπου υποκρίνομαι
μονάχα στο περίβλημα.
Απ’ την παράλυτη εικόνα μου
αδειάζω χώρο για να σκέφτομαι
χωρίς τριγμούς και σκαρφαλώματα
χωρίς τρεχάλες
-όχι να σκέφτομαι πολύ
παρά όσο κάνει να πιαστεί
η απάντηση στα χείλη:
μάτι αδύναμο
κλειστό φινιστρίνι
στο βάθος του κύματος
μια γρατζουνιά
όρυγμα το ‘πανε
όταν κοιτά
τη σάρκα από μέσα
προς τον καθρέφτη.
Μαύρο στίγμα σε ζηλεύω
όταν σφίγγεις το μυαλό μου
το σκοτάδι σου ανάφλεξη
με φωτίζει ακαριαία
στη ζεστασιά του μηδενός.
________-
Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)