όταν ξύπνησα το πρωί
η σκουριά ήταν πιο έντονη
πάνω στην εξώπορτα-
το καφέ χρώμα της σκουριάς
σαν θλίψη-
ένα σκυλί με ασημένιο τρίχωμα (λυκόσκυλο το Σκουριοφάγο)
έγλυφε το κάτω μέρος της-
είναι δύσκολο να τελειώσεις με την σκουριά
όπου ζεις σκουριάζεις
οξειδώνεσαι ζωντανός/ σαν λεμόνι
το αυτί μου ιδρώνει οπωροφόρα σκουριά
σκονισμένη σκουριά (dust in the wind?/ rust in the wind)
στάζει στον λαιμό μου κυλάει στον ώμο μου/ ανεμίζεται-
χρυσίζει σκούρο κακό/ άφθαρτη σοφία
λέξεις σκουριάς σε αποσυνθεμένο χώμα
όπως: Α Γ Α Π Η____________________
βλασταίνει μέσα από εκθαμβωτικούς σκουριόκηπους
της πόλης
ποτίζει με τις όχθες της τα Δυτικά εργοστάσια
οι καμινάδες τους σκουριάζουν κι άλλο
ψηλώνουν ως εκεί που υφαίνεται ο ουρανός
όσο περισσότερη η αγάπη/ τόσο και αυξάνεται
η παραγωγή σκουριάς στους δρόμους (ενδοκρινική αγάπη)
και πιο βαθιά-
για να θυμάσαι ν’ αγαπάς/ οι αδένες της αγάπης
παράγουν κι άλλη σκουριά / σκουριά αγράμματη
παρθένα επένδυση του ύπνου-
τα όνειρα της σκουριάς/ παράτολμα εναρμονισμένα
οργασμικά όνειρα ξεβρασμένα με κάτουρο από εκ-σκουριώσεις
μες απ’ το πληντύριο του ύπνου-
ύπνος από σκουριά/ ρίσκο από σκουριά
ύπνος από ρίσκο/ σκουριά από σκουριά
σκουριά πλην όμως άνθρωπος/ σκουριάνθρωπος
η κοινωνική διαχείριση της σκουριάς ολισθαίνει
αρρωσταίνει/ αλλάζει χέρια/ διολισθαίνει
ευδόκιμη σκουριά-
ευ/ δοκιμή
στα ηλεκτροφόρα καλώδια
ψυχοσωματικών-νευροφυτικών κορμιών
μεταλλάσσεται ντιενεικά (με την διαδικασία της σκουρόλυσης)
μέσω επιμιξιακών διακλαδώσεων από γενιά σε γενιά
(η πολιτική διαχείριση της σκουριάς)
η γενιά της σκουριάς
σκουριασμένη γενιά
πίσω απ’ τα τείχη η σκουριά ξεχειλίζει απ’ την πόλη
μεταφέρεται αργά- σαν ξεραμένο αίμα σε άλλες πόλεις
οι πόλεις σκουριάζονται/ δοξάζονται/ αποθέωση της σκουριάς
εκείνος ο άντρας προχωράει/
πήγαινε να γίνει άντρας κι έγινε σκουριά
η τέχνη της σκουριάς/ αυτή είναι η ζωή
πισίνα χλωριωμένης σκουριάς
η άρθρωση αρθρώνεται/ πληγώνεται/
η άρθρωση σκουριώνεται/ διχάζεται/ εικάζεται
η άρθρωση/ ασθενεί/ εξασθενεί/ λείπει/ εκλείπει
το σώμα ανορθωμένο στην πισίνα
η αγάπη πλημμυρίζει απ’ το στόμα σκουριά (πάνω στο γυμνό στήθος του ποιητή)
ο ποιητής ίπταται/ με μάτια ανοιχτά σκουριασμένα
όλοι οι ποιητές σκουριά στα σύννεφα/ ανυψώθηκαν ηρωικά
όλοι οι νέο- έλληνες ποιητές ονομάζονται
Οδυσσέας Ελύτης-
(ελιτίστικη σκουριά)
__________
(Γιώργος Αλισάνογλου, Το παντζάρι και ο διάβολος, εκδ. Τυπωθήτω,2009)