Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Γεχούντα Αμιχάι ,"Πάει καιρός που δεν ρωτήθηκε κανείς"


Πάει καιρός που δεν ρωτήθηκε κανείς
ποιος έζησε σ' αυτά τα σπίτια, ποιος μίλησε για τελευταία φορά,
ποιος ξέχασε το σακάκι του μέσα σε τούτα τα δωμάτια.
Ποιος έμεινε. (Αλήθεια, γιατί δεν έφευγε;)
Ενα δέντρο νεκρό στέκει μέσα στα ολάνθιστα. Ενα δέντρο νεκρό.
Πανάρχαιο λάθος, ακατάληπτο,
στα σύνορα της χώρας. Ξεκίνημα
στον χρόνο κάποιου άλλου. Μικρή σιωπή,
παραλήρημα της κόλασης και του κορμιού.
Το τέλειωμα του τέλους ξεκινάει με ψιθύρους.
Από το μέρος τούτο πέρασε ο άνεμος
κι ένα παιδί προσέχει με περίσκεψη το γέλιο του ανθρώπου.


___
μτφρ. Τάκης Μενδράκος
βλ. και http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=306182

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Hans Magnus Enzensberger, "Εκπαιδευτικό ταξίδι"


Λιμοκτονούν στην Πάτρα οι εκατομμυριούχοι
ο ουρανός είναι ένα γυάλινο καπέλο.
Το να τινάξει κάποιος το χαλί του
πάνω απʼ την Pont Alexandre Trois* είναι μια πράξη αξιόποινη.
Με ελάχιστα χρήματα εξαγοράζεται ένα νησί στο βορρά,
με πέντε δόντια από δύο φορές φιλιούνται μεταξύ τους στην Jerez*,
το καρουζέλ λέγεται αλογόμυλος στη Ολλανδία-
στην Ισπανία σβέλτος ξάδελφος.
Υπάρχουν χώρες χωρίς πόμολα κι άλλες δίχως σταφύλια
εδώ τα γραμματοκιβώτια είναι μπλε κι αλλού σαν κρόκος κίτρινα.
Στη Βενετία οι νεκροί κωπηλατούν στη λιμνοθάλασσα
με χείλη ραμμένα, όπως στο Burgbernheim* και στο Beverly Hills
και σαπίζουν στον κόλπο των Βάσκων και στο γυμνό καστιλιάνικο βυθό
παραμελημένα ποιήματα πάνω στη γλώσσα.

Αυτά εξερεύνησα και ακόμη περισσότερα μάζεψα ταξιδεύοντας.
Ω κόσμε, αληθινά οι δρόμοι σου έκπληξη προξενούν
γεμάτοι θάνατο και ξαφνικά γεμάτοι ταπητοξεσκονίστρες και τουλίπες.
Πόσο διδακτικό – διδακτικό να σε γυρίζω
με παλιές μπότες και κεφάλι κάθε μέρα λουσμένο.

___
Σ.τ.μ
*Γέφυρα του Αλεξάνδρου 3ου στο Παρίσι
*Αυτόνομη επαρχία της Ανδαλουσίας
*Προορισμός αναψυχής στη Νότια Γερμανία

μετάφραση Γ. Καρτάκης
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/14957/index.html

Στέργιος Μήτας,"Του Πιερρότου και της Εσταυρωμένης"


Μπαντίνα του τρόμου σε μια τοσοδούλα

σειρά παιδικών βιμπραφόν.

Περίγραμμα αθώων μορφών

σταυρωμένων στη ράμπα. Ταμπούρλα



πενθούν την Εσταυρωμένη του Τσίρκου.

Εσύ εκτοξεύεις μια δέσμη

μαχαίρια. Κι όπως της λες «μη

μου τρέμεις» το στόχο τους βρίσκουν.



Πάντα θα ‘ναι έτσι: η ράμπα αναιτίως

φωτίζει. Τα πλήθη ασμένως

ριγούν. Πιερρότε, αστείος

λαβώνεσαι –γέρνεις θλιμμένος.

__
βλ. και http://ekebi.wordpress.com/2011/09/14/%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%ad%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%bd-%cf%84%ce%bf-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf-3-%cf%83%cf%84%ce%ad%cf%81%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%ae%cf%84%ce%b1%cf%82/

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Γιώργος Πέππας, "Η γιαγιά μου λέει τα καλύτερα Παραμύθια"


Η γιαγιά μου


σταμάτησε


να μιλά για την κατοχή, τον μεγάλο της έρωτα


να μιλά για το σχολείο


-δασκάλα χρόνια


μου μιλούσε


από συνήθεια ίσως


για τον Μυριβήλη


τον Παπαντωνίου


την Δέλτα


Τώρα τους ξέχασε και δε μου διαβάζει πια






η γιαγιά μου


τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια








σταμάτησε τη μνήμη της


και με κοιτάζει


όπως ένα ξένο παιδί ζητάει τη μάνα του


μέσα στο πλήθος


-πριν αρχίσει να κλαίει


με εκείνο το βλέμμα που ψάχνει γύρω του


κάτι οικείο


ή


κάτι δικό του




η γιαγιά μου


τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια




η γιαγιά μου


κάθεται στο μπαλκόνι


και χαιρετάει τους περαστικούς


ίσως γιατί μένει στη δική της Αθήνα


με τις ξεκλείδωτες πόρτες


και τις ψάθινες καρέκλες στους δρόμους


ίσως γιατί στη δική της Αθήνα


ακόμη και οι άγνωστοι έλεγαν καλημέρα


καλό μήνα


χρόνια πολλά


η γιαγιά μου αποχαιρετάει τους περαστικούς της


προσωπικά






η γιαγιά μου


τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια






η γιαγιά μου διαβάζει πολύ


πάντα την ίδια σελίδα


και κάθε που ρωτάω


μού δείχνει πάντα το εξώφυλλο


για να μου απαντήσει


ή για να δικαιολογηθεί


όπως κάνουμε κι εμείς


όταν κάποιος θέλει να μας γνωρίσει


να μας ερωτευτεί






η γιαγιά μου


τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια


που δεν μιλάει


Κι όμως με κοιτάζει πραγματικά


με παρατηρεί


ξέρει ότι κάθε στιγμή


είμαι άλλος


ακόμη και όταν εγώ το ξεχνώ


τι εγωισμός που είναι η μνήμη


η γιαγιά μου


σταμάτησε


τώρα μου λέει τα καλύτερα παραμύθια


___
βλ. και http://mandragorasmagazine.wordpress.com/2011/01/07/%cf%8e-%ce%ad-%ce%ac-%ce%ad-kap/

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Κώστας Παπαθανασίου, "Λουίς Μπουνιέλ'



Όταν έκοβε το μάτι

–σπονδή παράτολμη σε ρηξικέλευθους θεούς

θυμόταν

οικογενειακά γεύματα τις Κυριακές

μ’ ένα καιρό θλιμμένου ϕθινοπώρου

Τα νιάτα πέρασαν σαν πυροτέχνημα

Ένα κανόνι να βροντά

στους άδειους δρόμους του Τολέδο

Στα γεράματα καθόταν ακίνητος

σ’ ένα ψηλό κρεβάτι με το σκύλο του

Δίπλα το παλιό γραμμόϕωνο

γυρνούσε τη σκόνη της σιωπής

Λίγο πριν το τέλος

του ’ρθε στο μυαλό ο Βερμεέρ

Ο ίδιος μικρός χώρος στη γωνία

με ένα ψεύτικο ϕως

να πέϕτει στα πρόσωπα

Έξω απ’ το παράθυρο

ο άντρας κι η γυναίκα να κοιτάνε

τα αιώνια νήματα

τα χέρια που έπλεκαν αόρατα



Κι έξαϕνα όλα

να τινάζονται στον αέρα

Λουίς Μπουνιουέλ

Το σύμπαν θα ξαναγεννηθεί;



___
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: ΕΚΜΑΓΕΙΑ- Εκδόσεις Σαιξπηρικόν- Σειρά: Vox HumanaII, 2011

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Θοδωρής Ρακόπουλος, "Μπαλάντα για τους συνοριοφύλακες"



Εκείνος κάθησε ολόκληρος, βαρύς, και σήκωσε το

χέρι να καλέσει πίσω από τον πάγκο το γνωστό

κορίτσι. Ένιωθε, γυρνά και λέει στον σύντροφό του,

σαν ξαφνικά από μέσα νά’βγε ένα ζώο που είχα ξεχάσει νηστικό

για μέρες – με αρπάζει και μου ψιθυρίζω: «άκουσέ το»:

(Σιώπησε. Έριξε μια ματιά στο μαγαζί, στο διάκοσμό του)-

«το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασέ το»,

άκουσα να μου λέει. Η κρύα υφή στο δέρμα από μπουκάλι,

τον έκοψε. Κοιτά τριγύρω: ξεδοντιάρικα χαμόγελα. Η πρώτη

γύρα Amstel κερασμένη, κάν’ η γκαρσόνα, κάπως μηχανικά.

Κάθεται πάνω σε στοίβα ρούχα ματωμένα. Εκείνος άρπαξε το

μανίκι απ’το κορίτσι. Οι τέσσερείς τους τώρα. Έξω, κρότοι

και φωνές ακούγονται απ’το χιόνι ησυχασμένα, επαναληπτικά:

«Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασέ το».

Εκείνος έκλεισε το μάτι (το καλό του) στον κόσμο ολογύρα,

να δείξει πως όλοι (έξω και μέσα) σαν Εκείνον μοιάζουνε.

Ο σύντροφός του θυμήθηκε τη λάσπη, το αίμα: «τίναξέ το,

τίναξέ το». Δεν μίλαγε. Μετά πήρε να σκέφτεται πώς έπαιξε το

Άρσεναλ-Μίλαν. Η γκαρσόνα έσυρε απ’το μπαρ μια γύρα

ακόμη. Ο άλλος (ο τέταρτος), δεν είχε αγγίξει διόλου μπύρα,

θυμόταν μόνο πότε άκουσε πρώτη φορά να κράζουνε

«Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασέ το».

Κι εκεί είχε μείνει. Τέταρτος. Ξαναχιονισμένα μίλια εμπρός του.

Τα ρούχα του συνέχισαν, μέσα στη λάσπη, μέσα στο αίμα,

μ’ Εκείνον, με τον σύντροφο, την Άρσεναλ, το βλέμμα

νηστικού ζώου που ψιθύρισε, πατώντας το λαιμό του,

«Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασέ το».

___
βλ. Τεφλόν τχ. 4 και http://ekebi.wordpress.com/2011/09/05/1-3/

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Γιώργος Μαρκόπουλος, "Σκύλε"


Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μεσʼ απʼ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδερφός πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απʼ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απʼ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

___


Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός Κυνηγός, Κέδρος, 2010