Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Νίκος Βουτυρόπουλος, "Μονόλογοι, 1ος"



Αν βάλω προτάσεις τη μια κάτω απʼ την άλλη,
θα γράψω στίχους; Ενώ αν τις βάλω δίπλα-δίπλα,
τι θα ʽναι; Πρόζα; Σταθείτε λίγο να πάρω πόζα…
Ξεκινάμε με τα φώτα της μνήμης και μʼ όσους
άλλους ορισμούς διαθέτει η ανοησία του καθενός,
ικανή να διακρίνει τα χρώματα της ίριδας απʼ τις
ταξινομήσεις του ζωικού βασιλείου. Για τα φυτά
ούτε λόγος. Γεννιούνται και πεθαίνουν ευτυχισμένα.
Το ίδιο και κάποια μαλάκια που διαθέτουν τα πάντα
εκτός από συνείδηση.
Την αρχή των πάντων την υποθέτουν όλοι.
Αφιερώνουν μάλιστα ατέλειωτες ώρες σε τέτοιες
υποθέσεις, που καταλήγουν να ξεχνούν αυτό που
δεν χρειάζεται να υποθέσουν, το τέλος τους.
Όπως και να ʽχει, για όλους ισχύει ένας
μοναδικός αξεπέραστος ορισμός: ζωή είναι
η ικανότητα προσαρμογής στις απώλειες.
Αυτή η ικανότητα κατακτάται με την εμπειρία,
όχι με την τέχνη. Η τέχνη δε μπορεί εκ των
πραγμάτων να εξασφαλίσει τη ζωή. Μπορεί
εκ των υστέρων να προσφέρει μια κάποια
εκτίμησή της, δηλαδή τίποτα σπουδαίο.
Συμβαίνει και κάτι περίεργο. Ίσως και να
μην είναι τόσο περίεργο. Η προσαρμογή
στις απώλειες, όσο περνά ο καιρός, αμβλύνει
την ικανότητα προσαρμογής στο καινούριο.
Η μνήμη αντιδρά, γιατί επιδιώκει τη συνέχεια.


Νοσταλγία σημαίνει αντίδραση στην έλλειψη,
δηλαδή καθυπόταξη στη συνήθεια, στη μνήμη.
Γιʼ αυτό, ενώ όλοι ζούμε με την απορία του τι
σκέφτεται ο άλλος, συμβαίνει το εξής κωμικό:
προσπαθείς να γίνεις άλλος, όταν για τους άλλους
παραμένεις ίδιος. Συμπέρασμα: δεν έχει καμία αξία
η κουβέντα για την ετερότητα και την ιδιαιτερότητα.
Φαντάσου λοιπόν πως είσαι αόρατος τυφλός
μέσα στο θόρυβο της δικιάς σου απουσίας,
πως είσαι μια τόσο δα μικρή σταγόνα που
αισθάνεται άβολα, και προσπαθείς να ξεφύγεις
απʼ όσα ποτέ δε σου καταλόγισαν, τα φαντάστηκες
όμως, φαντάστηκες πως είσαι μια κατανάλωση
σε πάγκους λαïκής αγοράς κι ανασαίνεις και περπατάς
κι αγγίζεις τις χρησιμότητες του μέλλοντος,
με το βλέμμα σκυφτό στο μέτωπο της γης,
ακολουθείς τις πορείες των λέξεων. Όταν σε πλησιάζουν
τα τέρατα της νύχτας, δεν έχεις τίποτα να πεις,
και καταλαβαίνεις ναι καταλαβαίνεις ότι μαζί σου
κανείς δεν ασχολείται. Η μνήμη σου μια τρύπια συνήθεια,
αλλά κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Συχνά μασάς
μια φέτα πορτοκάλι, κοιτώντας τις ώρες να φεύγουν,
απέναντι ο τοίχος να μην χαμογελά ποτέ, σοβαρός πάντα
κι αμείλικτος, αναρωτιέσαι μήπως αντικρίζεις άγιο
ή καταθλιπτικό τεμπέλη. Όχι πως θα ʽθελες να πιάσεις
κουβέντα μαζί του, αλλά η αγιότητα προκαλεί αμηχανία,
το ίδιο κι η θλίψη. Τα συναισθήματα κουράζουν,
πρέπει σώνει και καλά νʼ ασχολείσαι μαζί τους.

Και βρίσκεσαι στη βροχή ενός δρόμου, μόνος
σε ξαφνική βροχή, με τα κόκαλα να τρίζουν,
με λυγισμένα βήματα, αντικρίζεις εικόνες παιδικού
εφιάλτη, τυλιγμένος ως τη μέση από κινούμενη άμμο,
να βυθίζεσαι, να ξυπνάς μια συνηθισμένη μέρα
που θα σου χαρίσει άλλον έναν εφιάλτη, όταν θα τρέχεις
να ξεφύγεις από σκιές, και την ώρα που μαζί τους παλεύεις,
έτοιμος να λυγίσεις, ξυπνάς πάλι,
συλλογιέσαι πόσο ασυνήθιστο είναι το σκοτάδι,
πόσο αξεπέραστες οι εικόνες του. Και να ʽχουν περάσει
τόσα χρόνια, κι εσύ να ʽσαι μόνος μες τη βροχή,
να βυθίζεσαι ως τη μέση μες το παρελθόν,
να τρέχεις να ξεφύγεις. Από τι άραγε;
Σκοτάδι είναι η έκπληξη της μνήμης.
Άλλοτε πάλι θυμάσαι πτήσεις παιδικές,
να τρέχεις σε κατηφόρα, να κουνάς τα χέρια,
να πετάς πάνω απʼ όσα έζησες. Και ξυπνάς
μια συνηθισμένη μέρα κι αναρωτιέσαι
που πήγαν όλα αυτά τα όνειρα, γιατί δε μπορείς
πια να πετάξεις. Αλλά κανείς δε μπορεί
νʼ απαντήσει, ούτε συ ο ίδιος.
Σκοτάδι είναι η αναπόφευκτη λήθη.
Κι όσο προσπαθείς να μην ξεχάσεις, άλλο τόσο
βυθίζεσαι στην άμμο της παιδικής ηλικίας.
Θυμάσαι σκορπιούς που σε τρόμαξαν,
κορίτσια που ποτέ δε σου μίλησαν.
Αλλά τώρα μʼ ένα δαχτυλίδι στην καρδιά,
δείχνεις στον θάνατο από πού να περάσει
το βέλος του. Κάτι κατάφερες όλα αυτά τα χρόνια.

Οι παλιοί φίλοι ξοδεύτηκαν, οι καινούριοι γίνανε υποψίες.
Τους παλιούς έρωτες τους ζεις όταν κοιμάσαι.
Κοιμήσου λοιπόν. Εκεί όπου ονειρεύτηκες, ποτέ
δε θα ξυπνήσεις, ούτε στον ύπνο σου.
Ετοιμάσου για μελλοντικές απώλειες.
Δε γίνεται αλλιώς! Όπως δε γίνεται να σταματήσεις
να φοβάσαι. Μπορείς όμως να συνεχίσεις να μασάς
μια φέτα πορτοκάλι, κοιτώντας τις ώρες να φεύγουν,
κοιτώντας τον τοίχο, αυτόν τον άγιο, τον καταθλιπτικό
τεμπέλη που προκαλεί αμηχανία, σαν κι αυτούς που
δεν έχουν τίποτα να σου πουν, για να μπορείς
νʼ αντέξεις την απουσία σου, σʼ έναν κόσμο όπου
οι παρουσίες είναι σχεδίες σε σκοτεινά νερά.
Σε περιμένει το παρελθόν σου!
Εύκολο δεν είναι, το ξέρεις, ξέρεις καλά
τʼ απλωμένα βήματα, τη διαίρεση του πόθου,
τα θυμωμένα φιλιά που ρημάζουν τα ρόδα,
τʼ ανεξήγητα λόγια σε τοίχους καρφιά
μιας ολάκερης ζωής που δεν αντέχει απουσίες,
παρά μόνο τη σκέψη πως μπορεί να τα ʽχει όλα.
Έτσι, απομένει να βρεις την αγάπη που ξέχασες
σε τρένο χωρίς προορισμό…εκεί που σου μίλησε
μια ανάσα κι εσύ την έσφαξες μʼ ένα χαμόγελο,
γιατί αναστέναζες απʼ το βάρος μιας αόριστης
αμφιβολίας και ζητούσες να σου χαριστούν τʼ αστέρια,
γιατί ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα δεν ξέχασες.
Ήθελες πάντα να ʽσαι ο μονόλογος
της δικιάς σου αποκλειστικής αλληγορίας,
να προσκυνάς την τοτεμική σου υπόσταση,
να δίνεσαι μόνο στην αυτάρκεια της φαντασίας σου.
Συνέχισε τα χαμένα πειράματα στο σκοτάδι της ανεπάρκειας.
Ώσπου και συ ο ίδιος νʼ αποκλείσεις
τον εαυτό σου, γιατί σε τι πίστεψες;
Παρεκτός απʼ τη διάρκεια της ικανοποίησης;
Και καθώς βιάζεσαι να γυρίσεις στο χώμα…
είναι τόσα πολλά…Η μνήμη σου έχει το μήκος
ενός σκουληκιού. Πότε ήσουν ειλικρινής;
Συνέχεια δικαιολογίες! Και πάντα περίμενες
να σε πάρουν στα σοβαρά…
Όταν μέσα σου ηχεί ο τροχός του πόνου,
είσαι για λύπηση όχι για κατανόηση.
Ώσπου να το καταλάβεις, μπορείς να ξοδεύεσαι
σʼ εκδηλώσεις ασήμαντες, έτσι όπως φαντάστηκες
σημαντικός πως είσαι. Γίνεσαι άλλη μια υποψία,
αλλά έχεις να κάνεις μʼ ανθρώπους, με μια φύση
ξεχασμένη. Το σκοτάδι σε περιμένει.

Όταν όλες οι απώλειες θα έχουν γίνει μνήμες,
κι εσύ θα κοιτάς τα νύχια του απρόσμενου,
πίσω από μια κουρτίνα που διαγράφει το φως
στιγμών ακαθόριστων, να ξέρεις τότε πως έγινες
η αιτία του μέλλοντός σου.
Μέρες μικρές! Χάδια από φως! Λόγια πεσμένα!
Όνειρα τρύπια! Ανένδοτη μνήμη! Ωραία ζωή!
Αξέχαστη νιότη! Βλακείας ανάγνωσμα!
Πόσο βολική είναι η σιγουριά!
Γιατί λοιπόν σκέφτεσαι αναντικατάστατες στιγμές;
Στις όχθες του φόβου στάθηκες ξανά και ξανά
με μάτια υγρά, τότε που πέθαιναν τα κρίνα.
Η σκέψη σου αίολη, μια υπογράμμιση στη συνήθεια.
Οι λέξεις πικρές ως τη δύση της εποχής που καιγόσουν
απʼ τη σιωπή των συμβόλων.
Όταν ήρθε το κρύο, έγινες ατμός.
Είσαι τʼ όνειρο που κουβάλησαν τα δάκρυα,
μετά από αιώνες μεθυσμένους στο πέλαγος
ασήμαντων κρίσεων. Μια φωτιά πλαγιάζει
τις νύχτες όταν άσκοπος γυρνάς, μελετάς
την αρχή των πράξεων. Μιλάς για λάθη
μακρινών εποχών, γιʼ αδέρφια με πλάτες γδαρμένες.
Ιστορία σου μια πονεμένη διάρκεια, μέτωπα
τρόμου, παλάμες νεκρών, σώματα βασανισμένα από αίμα,
στήθη γεμάτα σκιές, μάρτυρες θανάτου,
κατεδαφισμένα πρόσωπα, πυκνές αγωνίες,
καρδιές αδύναμες στο γκρέμισμα του χρόνου.
Σʼ αγκαλιάζουν αρχαία χαμόγελα, έχεις το στέρεο έδαφος
της απουσίας, μιας λάμψης νεκρής, βλέμμα
της νύχτας κραυγή παράδοξη. Γραφή έγινες μεσάνυχτα άγρια, βουβό ναυάγιο, γκρεμισμένο σε πτώματα λέξεων.

Ο ήλιος ξανάρθε να πλύνει τα θλιμμένα σου σχήματα,
πνοές που απλώνονται στης επανάληψης το μοιραίο βήμα.
Η μνήμη λειτουργεί πέρα απʼ το δηλητήριο της μέρας.
Τα σφιγμένα χείλη σου δίνουν χώρο να πέσεις
σε πένθιμες εικόνες μοναξιάς. Τίποτα δεν χτυπά στο
κατώφλι ανώφελων κινήσεων. Αποκτάς μιας φωνής
τα σκοτωμένα σύμφωνα. Ο άνεμος ματώνει την ερημιά σου.
Ζεις με τις λέξεις, με ανώφελα σχέδια, ανθίζεις αμίλητος.
Ας έλεγες τουλάχιστον πως θυσιάζεις την άνοιξη και κυνηγάς
το ασήμαντο. Με την καρδιά να υπακούει στην πέτρα,
με τʼ άδεια σπλάχνα της αυγής να γυρεύουν
το σάβανο της νύχτας…
Καιρό τώρα είσαι πιο νεκρός κι από τοίχο!

___
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/13442/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου