Η Άννα κατάκοιτη
πάνω σε μια νύχτα που απλωνόταν σαν τις φλοκάτες στη
βροχή.
Το σπίτι μικρό, τόσο μικρό, που ούτε η σιωπή
έβρισκε μέρος να σταθεί.
Για κουρτίνες είχε το νυφικό της φόρεμα
και στα πολύφωτα κούρνιαζε σκόνη μαύρη σαν
ρόγχος
ή σαν θηλιά δεμένη πρόχειρα.
Κάποτε είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο
σαλόνι
και οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το
πελεκήσουν
κι ύστερα κάθισαν και τους κέρασε γλυκό.
Η Άννα κατάκοιτη
έριχνε στο ποτάμι των μαλλιών της ενθύμια και
βρισιές,
για έναν άντρα που αγάπησε τετρακόσια χρόνια
-όσα τα χρόνια που έζησε με την αρρώστια-
με τα βλέφαρα της στο κομοδίνο
σ’ ένα ποτήρι δάκρυα.
Τη μέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο
συγκεκριμένο.
Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,
ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών
στον κόσμο των βαριεστημένων.
______
Δημήτρης Πέτρου, Α' Παθολογική, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου