Με τις δαντέλες και τα διαλεχτά, φανταχτερά αινίγματα. Αστράφτει από την χαραμάδα το σεντούκι, και στην μέση του οντά παραταγμένο το σόι τέσσερεις γενιές˙ στο χέρι ο καθένας ένα φλουρί ή ένα μπογαλάκι. Η μιλημένη χήρα ένα μπακίρι, της καίει την παλάμη˙ κάποια θεία πιο μακρυνή, αγχιστείας, ίσως ένα γράμμα με χρυσόβουλο.
Στην αυλή πάντα τα όργανα, από τον Πολυπόταμο, και τα κουστούμια τους υγρά, που διέσχισαν ξημέρωμα το δάσος. Βαράνε έξη ώρες τώρα τον ίδιο σκοπό, και κάθε τόσο χάσκει λίγο παραπάνω το σεντούκι.
Ανάμεσα στέκει, βουβός, ο γαμπρός˙ χωρίς έδνο, κι ορφανεμένος στα δεκατέσσερα. Τα μονοπάτια όλα καμένα, από ασκέρι της φατρίας, επήλυδες. Βρύα αργά προς την κοίτη του ποταμού κι ο παπάς ακολουθεί τη ροή με το ποδήλατο και κάθε τόσο σταματά για τσιγάρο ή για να κάνει τον σταυρό του.
Εμένα με στείλαν στην πόλη, στου δάσκαλου, κι αυτή είναι η παρακαταθήκη που μου παράγγειλαν, και τα γράφω όπως έγιναν, ασφαλής, στο πατάρι με την γκαζόλαμπα, δικτυωτή δαντέλα ζεσταίνει τα πόδια μου.
_____
Θοδωρής Ρακόπουλος, Ορυκτό δάσος, εκδ. Νεφέλη, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου