Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013
Γιώργος Καρτάκης, "τα αλλόκοτα (σφαγεία)"
2
οι λαιμοί των πουλιών
καλάμια σε σφαγείο
-διάτρητο το φλάουτο-
κόχλαζε το αίμα αφρίζοντας
όπως διέρρεε η ψυχή
μέσα απ' τη μαχαιριά
4
το πρωί λιώνω πάγο στο γυάλινο ποτήρι'
η γυναίκα ολόγυμνη κάτι θέλει να πει
καθισμένη στη σκοτεινή κουζίνα:
στήθη χαλαρά
μια στεναχώρια άρρωστη
δε φταίω εγώ
δεν μπορώ να κάνω τίποτα -
ένας πόνος χαμηλά στην κοιλιά
μού αδειάζει το στόμα
με πιέζει βαριά
ακούγονται οι γδούποι απ' τα νεκρά πουλιά
σωριασμένα στο πάτωμα με ανοιχτούς θώρακες
κι ύστερα
μια προσευχή
στο βορρά - στις γωνιές
_______
Γιώργος Καρτάκης, Τώρα που τα σύννεφα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013.
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013
Βασίλης Ζηλάκος, "Επίκληση ή η μυστική καμπάνα"
Δέντρο βαρύτερο του κόσμου
που μεσ' στις πληγές μου αμάρτησες
εξαγγέλοντας χοντρό σκοινί, τυφλό αέρα
κι εφτά κλωνάρια ρίγανης για να υψώνω
την ευχή του πληγωμένου ζώου,
σκύψε κι άκουε στον κίτρινο τούτο τόπο
κάθε τι πριν από πολλούς αιώνες:
Όταν ο ήλιος χαμογέλασε στα ρόδα
δείχνοντας σε λίγους γνωστικούς
που γύρω κει περδιάβαιναν μονάχοι
τα τρύπια δόντια του με τις πολλές εξόδους
στις σκοτεινές στοές των αχνών μας
εγώ τον κόντε Διονύσιο Σολωμό
εθαύμασα νομίζω τότε στο πλευρό μου
Από ώρα με τη σελήνη συντροφιά
έκλαιγε αυτός πλάι σ' ένα ρυάκι
αν και τίποτα ακόμη δεν είχε ξεκινήσει
Το πρόσωπο του, μόνο, διαγώνια
είχε στραμμένο στο νερό
και τα βλέφαρα του σε μιαν αστραπή
εκεί θαρρούσες βυθισμένα. Ξάφνου
σταμάτησε να προχωρά κι άρχισε
να τινάζει πάνω κάτω ένα μακρύ
και λεπτό κλαδί που είχε μισοσπάσει
κι ανάλαφρο κρεμόταν στο βορρά
Χτύπα, μου είπε, Θάνατος είναι
ο σεισμός που όλεθρο ονομάσανε
βουτώντας έπειτα τα χέρια τους
σε μαύρες τρικυμίες, εσύ όμως ξέρεις:
Ποτέ απ' τις πηγές, μα απ' τα ανάμεικτα
ποτάμια γεννιούνται οι πατρίδες
που μ' αγνή φωτιά των ανθρώπων ασπρίζουν
τα κρανία για να ψηθεί ξανά το μέλλον.
______
Βασίλης Ζηλάκος, Ξύλο ξανθό π' αφράταξε στο στόμα, εκδ. Οδός Πανός, 2012.
Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, "Ο εαυτός μας είναι οι άλλοι"
Ο εαυτός μας είναι οι άλλοι,
το χέρι που μας απίθωσε
στη λήθη του χρόνου
η συγκατάβαση στο λεπίδι του ήλιου
η προσμονή πίσω από το συρματόπλεγμα
το θρυμματισμένο κορμί
που εγκολπώνεται τον έρωτα
ουλή ακρωτηριασμένου μέλους
το χνώτο που μας ζέστανε για πάντα
Ο εαυτός μας είναι οι άλλοι...
Ο φίλος που βούτηξε στο κενό
κι άφησε ανέπαφη τη νεκρική του ευγένεια.
_______
Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, Το θέρος των βροτών, εκδ. Ένεκεν, 2010.
Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013
Γιώργος Αλισάνογλου, "[ΣΧΕΔΟΝ ΜΠΟΝΤΛΑΙΡΙΚΟ] Ή Όρια Άνοιξης ΙΙ "
Μέσα από τα αξεδιάλυτα μυστήρια
Του χρόνου
Όταν θα πορεύεστε
Στα δροσερά απόκρυφα
Τυχαίων προσφορών
Καρφώνοντας σημαίες μελανές
Στων νεκρών τα μπερδεμένα σκέλια
Τότε θ’ αναφωνήσετε:
Ω! Τι ομορφιά!
Και θα ‘ναι το αιώνιο κρίνο
Που θα σας τρώει με φιλιά
Λίγο λίγο
Και τότε η ζωή σας
Θα αποκτήσει φόντο και ορίζοντα
Και τότε η ζωή σας
Θα θρονιαστεί σε πλαίσια πολυτελή
Και τότε η Τέχνη σας θα μιμείται
Έναν θάνατο επαίτη
Που κουτσαίνοντας
Ανάμεσα στα μάτια σας
Θα σφηνωθεί
Θα τυφλωθείτε από Τέχνη
Αλίμονο!
Θα τυφλωθείτε!
Κι έτσι θα μοιάζει το καινούργιο σας
Πορτραίτο
Γιατί αύριο θα πρέπει να ζήσετε
(Έστω τυφλοί)
Ψηλαφώντας αυτή την θαμπή υποψία
Αιωνιότητας και Άνοιξης
Γιατί αύριο θα πρέπει να μιλήσετε
Αύριο θα πρέπει να πείτε για τον
Άγγελο της Ποίησης
Αν τύχει και συναντήσετε ποτέ
Μια τέτοια πολυτέλεια!
[Ο αληθινός άγγελος είναι εκείνος που διανύει το χάος/ που διανύει τον δρόμο προς το τέλος της ιστορίας/ με ψήγματα/ με όρια Άνοιξης στο πέτο/ εν τέλει, αυτός είναι και ο μόνος τρόπος του να υφίσταται ως Ποίηση/ και αυτό είναι το μόνο στέρεο σημείο ανάμεσα στην ενόραση, στην Τέχνη και στον ίλιγγο του υπάρχειν!]
__________
(Από ανέκδοτη ποιητική ενότητα, 2003)
βλ. και http://bibliotheque.gr/?p=14308
Μιχάλης Γκανάς, "Αυτοί παιδί μου δεν..."
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί…
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί…
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.
_____
Μιχάλης Γκανάς, Άψινθος, εκδ. Μελάνι, 2012.
Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013
Γιώργος Χρονάς, "In memoriam"
Τελικά μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τραίνο
και να 'ταν πριν από μένα εκεί να περιμένει κάποιον
κανέναν ή τίποτα. Μπορεί και να 'ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί
στην οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους
- τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά,
δίχως μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους, έτσι μένουν θάνατοι
σε όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα, στη γη.
Τελικά μπορεί και να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας άλλος
που είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από
το σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα
της Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να 'μουν η προδομένη
διαδήλωση, ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το
πορτρέτο της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια
εμείς. Ημαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο.
________
Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008, εκδ. Οδός Πανός, 2008
Πέτρος Γκολίτσης, "Il padre è morto και τα κρεβάτια των ετοιμοθάνατων"
Γυρίζω απ’ την κηδεία του πατέρα
έβαλε και μας μοίρασαν
τραγούδια παιδικά
παράξενα αλλοιωμένα
πάνω σε μια κούνια τραγουδά
μικρό παιδί ο ίδιος
Η κούνια δεν τρίζει
ο κόσμος γυρίζει
φυτρώνουμε για λίγο
Στάχυα -ξερά-
μας κρατούν τα παιδιά
για λίγο στο χέρι
(στο ενδιάμεσο)
περιφέρομαι
σε ετοιμοθάνατων κρεβάτια
τα τελευταία τους λόγια καταγράφω
κουράστηκα, μπερδεύτηκα
άρχισα να φωνάζω
«ο επόμενος, ο επόμενος παρακαλώ,
να δούμε τι θα μας πει κι αυτός, παρακάτω»
«Την έγνοια του για τη ζωή που φεύγει, καημένε
κι αν φεύγει ξαφνικά την έγνοια του για τους δικούς του»
προετοιμάζομαι
διακριτικά να πεθάνω
σαν άλλος σκύλος του Σελίν
δίχως να παραπονεθώ
και δίχως θέατρο προπάντων
απλά
όπως ο θάνατος συμβαίνει
κι εκεί που το σχεδιάζω
σκοτώνομαι σε ατύχημα
χωρίς ποτέ μου να το μάθω
Παράξενο που σας μιλώ
Παράξενο
______
Οδός Πανός, τχ. 152-153, Απρ.-Σεπτ. 2011.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)