Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013
Άννα Γρίβα, "Προσευχή"
Στρόφιγγες μαύρες των ωκεανών
το ψάρι σας είμαι
κολύμπι κολύμπι
θα βρω τις πηγές σας
μη με εξορίζετε στο φως
σκοτάδι θέλω
σκοτάδι λαχταρώ
εκεί θα λάμψει το προαιώνιο κύτταρό μου
εκεί θα πάψω πια να βλέπω το φεγγάρι
αυτό το σαράκι της νύχτας.
_______
Περ. Ένεκεν, τχ. 30, Οκτ.-Δεκ. 2013.
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013
Μανώλης Αναγνωστάκης, "Νέοι της Σιδώνος, 1970"
Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013
Ursula Krechel, "Η μάνα μου"
I.
Σαν ήταν πια η μάνα μου ένα τέταρτο του αιώνα
μητέρα και γυναίκα - κάτι που όμως μπόρεσε
με τον καιρό να το ξεχάσει - , σαν είχε γίνει
όπως όφειλε να γίνει μια γυναίκα καθωσπρέπει,
πιο έξυπνη απ΄τη γιαγιά και πιο υποταγμένη απ΄τις θείες,
πιο εγκρατής στον έρωτα και στην κουζίνα από κάποια
που η καλοτυχία τής έπεσε μες στην ποδιά σαν μάννα,
σαν είχε μπόλικα ψίχουλα απ΄το τραπεζομάντηλο τινάξει
και είχε θάψει κάθε ελπίδα κάποτε να γίνει μια κυρία με γούνα
όπως εκείνες στα μοντέρνα προπολεμικά περιοδικά
που φύλαγε ακόμα εκεί πίσω στο αποθηκάκι,
σαν άρχισε να βλέπει τις κόρες στο πρόσωπο
ψάχνοντας ίχνη που δεν έβρισκε στο δικό της,
όταν δεν πεταγόταν πια επάνω απ΄το φόβο,
γιατί είχε ονειρευτεί πως ξέχασε
το σίδερο στην πρίζα, όταν καμιά φορά
τολμούσε, ήδη νωρίς το απόγευμα,
να κάτσει σταυροπόδι, τρύπωσε ένας καρκίνος
και τη μήτρα τής έσκαψε, μεγάλωσε, φούντωσε,
πετώντας την σιγά σιγά έξω από τη ζωή.
`
II.
Δέκα ημέρες μετά το θάνατό της ήρθε πάλι απροσδόκητα
στ΄ όνειρο. Σαν κάποιου η φωνή να με τράβηξε
στο παράθυρο του παλιού μας διαμερίσματος. Από το δρόμο
με χαιρέταγαν τέσσερεις τύποι μέσα από ένα σαραβαλιασμένο Φόλξβαγκεν,
κι ένας τους βάραγε ταυτόχρονα την κόρνα. Περίπου σαν κι αυτούς
έμοιαζαν οι βερολινέζοι φίλοι μου πριν έξι χρόνια.
Τότε μου γνέφει απ΄ το πίσω κάθισμα και μια γυναίκα:
η μάνα μου. Τη βλέπω στην αρχή μισοκρυμμένη
πίσω από τους καινούργιους γνώριμούς της.
Ύστερα βλέπω μόνο αυτή,
μεγάλη όπως στο σινεμά, κι ύστερα το αδύνατο λευκό της μπράτσο,
όπου ακόμα και από πολύ κοντά δεν ήτανε να δεις ούτε ίχνος χνούδι.
Συχνά μες στην βιασύνη να ανάψει την κουζίνα υγραερίου,
της καψάλιζε η φωτιά τις τρίχες.
Στον καρπό φορά το ασημένιο βραχιόλι
που της είχε χαρίσει ο πατέρας μου πριν απ΄τον αρραβώνα.
Το έχει αφήσει σε μένα. Κατεβαίνω τη φρεσκογυαλισμένη σκάλα.
Στην είσοδο φτάνει στ΄αυτιά μου ένα γελάκι ΄ «Μαμά!»,
φωνάζω, και καταπίνω τα υπόλοιπα λόγια μου.
Η μάνα μου κάθεται σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο
γελαστούς νεαρούς. Καιρό είχα να τη δω τόσο χαρούμενη.
«Δε θά΄ρεις μαζί μας;», με ρωτά. «Μα δεν έχει άλλη θέση
στο αυτοκίνητο», λέω εγώ και βλέπω
αφηρημένη μέσα απ΄ το μεταξωτό της πουκάμισο
-όλη της τη ζωή δεν είχε φορέσει τέτοιο πράγμα -
τα σφριγηλά και ακόμα στητά, κοριτσίστικα στήθη της,
και σκέφτομαι πως πρέπει να φωνάξω τον πατέρα. Μα η μηχανή
μουγκρίζει κιόλας αναμμένη, κάποιος κλείνει με δύναμη
την ξεχαρβαλωμένη πόρτα από μέσα. Εκεί έξω, στην είσοδο,
ήμουν ικανή και να με χαστουκίσω.
Ούτε καν τον αριθμό αυτοκινήτου δε συγκράτησα.
___
μτφρ. Γ. Καρτάκης
βλ. και:
http://www.poiein.gr/archives/25184/index.html
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013
Γιάννης Γκούμας, "Το αγοράκι που άφησα πίσω μου"
Όταν ο πατέρας μου με απήγαγε από τη μάνα μου
και μ'έστειλε άρον άρον στην Αγγλία για να ζήσω αλυσοδέσμιος
της ασπλαχνίας του, μαστιγωμένος με τις αποστερήσεις του
τα πρώτα μου γενέθλια μετά από τα όγδοα με τίναξαν σε άνδρα.
Δύο πρόσωπα σαν του Ιανού, μ'έκαναν ή...ή...
αιτιολογία για να προσαρμόσω τον λόγο που ζω και να μην τον λυπάμαι.
Ξέρασα τη λέξη "πατέρας", σκούπισα από τα χείλη μου
ό,τι αληθινά αισθανόμουν και είκοσι χρόνια αργότερα, για πρώτη φορά΄
ξαναγύρισα και βρήκα το αγοράκι που άφησα πίσω
στις φωτογραφίες που φύλαγε η μητέρα μου. Με χέρι θαρραλέο
γύρω από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ήπια στην υγειά του.
_______
περ. Εντευκτήριο, τχ. 101.
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013
Τάσος Φάλκος, "Έζησα πάντα"
Ενώ έζησα πάντα μες στο μάτι του κυκλώνα
λέω για μια στιγμή να αγνοήσω
τις κύκλιες απειλές που με τυλίγουν,
να ονειρευτώ πως είμαι σε πραγματική γαλήνη,
πως το γαλάζιο κυριάρχισε πραγματικά.
Λέω λοιπόν να ονειρευτώ γαλήνη
για να εκδικηθώ
23.11.2013
Στον Πέτρο Γκολίτση που ρωτάει...
Στη φωτογραφία η Άννα (Γκολίτση), η Ναταλία (Γκολίτση) και ο ποιητής Τάσος Φάλκος,
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013
Βασίλης Στεριάδης, "Τα μαθηματικά είναι αλυσίδα"
Και ο κίνδυνος θάνατος είναι αλυσίδα.
Παγκόσμιου αρμονίας.
Επίσης η μαλακιά φίλη που σκαλίζει τα ουράνια
Και τα αίματα
Η σκληρή που γίνεται τίγρης
Το καινούριο σακάκι μου από τίγρη, Πελάγια
Μητέρα μου.
Και λίγα κουφέτα στην Θεσσαλονίκη
Το σύννεφο σκόνη νούμερο 9 στους αμμόλοφους
Όπου ανεβαίνει η Ουρανία και ρωτάει
Θα γίνει ο χορός;
Και λιγότερο θάνατος
Θάνατον πατήσας
Και ονόματι Αλέκος.
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013
Γιάννης Δάλλας, «Ως ευ παρεστητε...»
Εν έτει 2013
«Ως εύ παρέστητε κλεινέ Γερμανικέ!...»
είπε ένας τεχνουργός που σ' αναγνώρισε
»Γερμανικέ του Τρίτου Ράιχ άλλοτε,
»τώρα της Ευρωζώνης... Ευ παρέστητε
»σ' αυτήν τη βαρωνία σας, του Νότου»
Εν έτει 2013, ναι!... Όπου το θύμα υποχρεώνεται ν' ανακηρύξει και τον θύτη του ευεργέτη Με το κορμί του μες στα χρέη να αιμορραγεί και την ψυχή του έξω ν' αντιστέκεται Σαν δουλοπάροικος που σήκωσε κεφάλι
Τί οργή λαού, ψυχή, και ποιός σε συγκρατεί;
Και στις εισόδους του Προεδρικού τα Μ.Α.Τ. με τον αντίχειρά τους να περνά από τις στρόφιγγες νερού στα δακρυγόνα και ακαριαία εν ανάγκη στη σκανδάλη
H τελετή συνετελέσθη στα ενδότερα,
η υποδοχή, η παράταξη του αγήματος
κι η ανάκρουση των ύμνων: ελεγειακός
ο ένας «Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη...»
κι αγέρωχος κι εμβατηριακός
ο τόνος του ηγεμονικού σας «...über alles»
Μια φιέστα κεκλεισμένων των οδών
Να μας ξανάρθετε, μαγιόροι, να ξανάρθετε
και το χαλί που τότε θα ξεδιπλωθεί,
ξανάπε ο τεχνουργός που παραβρέθηκε,
α! το χαλί να 'ναι χαλί του αίματος
χρώματος ερυθρού βαθέος ερυθρού
tapisserie σπουδαίου κολoρίστα
απ' την παλέττα ενός σφαγείου αλά Μπέικον
____
βλ. και http://www.avgi.gr/article/1201420/poiimata-pou-tora-grafont-9
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013
Παναγής Αντωνόπουλος, "Ε ρ ε θ υ σ μ ο ί"
Τα χείλη αγκάλιασαν τα πλούσια σου μύρτα
Η γλώσσα γοργόπτερη χάιδεψε την σχισμή
και παιχνιδίζοντας τρελά με παρθενιάς ερείπια
διέγερση προκάλεσε, μια κλειτοριδική.
Και συ δεν άντεξες πολύ στου πόθου τα τερτίπια
ιέρεια του ίμερου του πεο-θυλασμού
την βάλανο αισθήτισες, μέσα στα δυό σου στήθια
απομεινάρι έντρομο, ξέφρενου οργασμού.
Sylvia Choleva, "Νύχτα νύχτα νύχτα"
Τα νυχτερινά τρένα των ονείρων περνούν σαν αστραπή
από το σταθμό
του μυαλού σου του μισοξύπνιου του μισοκοιμισμένου
τί ταξιδεύει μαζί τους και προς τα πού
πώς το πρωϊ μεταμορφώνονται σε τραμ
όπως η κολοκύθα της Σταχτοπούτας σε Σιτροέν
η σύντομή ή η μεγάλη παραμονή τους,
το φόρτωμα των αποσκευών, η λάμψη των γραμμών
τόσοι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν
σαν να μην είναι αυτό το κεφάλι μου
ούτε το σώμα μου ούτε τα συναισθήματα
πώς το πρωϊ μεταμορφώνονται σε τραμ
όπως η κολοκύθα της Σταχτοπούτας σε Σιτροέν
η σύντομή ή η μεγάλη παραμονή τους,
το φόρτωμα των αποσκευών, η λάμψη των γραμμών
τόσοι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν
σαν να μην είναι αυτό το κεφάλι μου
ούτε το σώμα μου ούτε τα συναισθήματα
και η νύχτα θα συνεχίζει
και δεν υπάρχει ξύπνημα
για να γράψεις ποίημα
ή να βάψεις το σπίτι σου
και δεν υπάρχει ξύπνημα
για να γράψεις ποίημα
ή να βάψεις το σπίτι σου
___
Σύλβια Τσόλεβα
Μετάφραση : ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΙΛΟΒΑ
βλ. και
Patritsia Nikolova, "Κοράκια"
Αρνούμαι να μετρώ τα πουλιά
που κάθισαν στους ώμους σου
αρνούμαι να τα ξεπεράσω
αρνούμαι να τα τρέφω με λόγια
φόβους και άλλους σπόρους
όταν έρχεσαι μπροστά μου
δε βλέπω πρώτα εσένα – αλλ’ αυτά:
ένα σμήνος πεινασμένα κοράκια
που φώλιασαν στο μέτωπό σου
τα νιώθεις αλλά και πάλι δεν ξέρεις
πως βρίσκονται εκεί
φιλώ εσένα
ενώ βαρύ φτερούγισμα
ανασαλεύει τον αέρα
τα χέρια μου είναι ραμφισμένα
Μονάχα όταν κοιμάσαι πετούν μακριά
φυλάω παντοτινή σκοπιά
δίπλα σου όταν κοιμάσαι
θα περιμένω λίγο ακόμη
ο αέρας να μαυρίσει.
πίσσα τα πούπουλα και φτερά
να σκορπιστούν
στο δωμάτιο
εδώ είναι τα χείλη μου
κρατάω το μαχαίρι
στο χέρι μου
___
μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
(Από την ποιητική συλλογή Ο Γιάκωβος και ο Άγγελος)
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013
Δημήτρης Αθηνάκης, "Σκηνοθεσία"
Με λέξεις μόνος γονατίζω
- μια θάλασσα λέξεις γύρω μου -
τα μάτια μου τα χάνω
μέρες οχτώ΄
έξι της δημιουργίας, μια της ξεκούρασης,
και μια της δυστυχίας.
Η ανάσα μόνη της μιλά
την κόβω - συνεχίζει
την τιθασεύω - με προσβάλλει
την καταπνίγω -γίνεται απαραίτητη.
Κι ένας ολοκαίνουργιος καιρός τα μάτια μου μού επιστρέφει
τα βάζει με στοργή στα γόνατά μου πάνω
το χώμα πιο κοντά να βλέπω
να με ζητώ, να σε ζητώ
το σώμα σου στο σώμα μου να καταδίδω.
______
Δημήτρης Αθηνάκης, Δωμάτιο Μικρών Διακοπών, εκδ. Κέδρος, 2012.
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013
Βασίλης Φαϊτάς, "Αναγέννηση"
Κάποτε έρχομαι
απ' τις μέρες του τίποτα
έν' άλλο φως μέσα στο φως
έν' άλλο χρώμα πίσω απ' τα χρώματα σπαράζει.
Αόρατος μες στη μουσική μου
ήσυχα θάβω στην ανάσα σου
μια νάρκη.
______
Βασίλης Φαϊτάς, Υστερόγραφα για το αύριο, Μανδραγόρας, 2010
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013
Έλσα Κασάπη, "Απ' το τίποτα ριγμένοι..."
Απ' το τίποτα ριγμένοι
σπόροι στη γη της αλαΖονείας,
που αν θες ....
Απαγγελίας, βάφτισέ την
και ράπισε τα θέλω
με ιαματική μοναξιά.
Γιάννης Δούκας, "Μετά τα ποικίλματα"
H βόλτα μου ανασκαφή κι ο δρόμος
μια φλέβα χαραγμένη της ερήμου,
εγκάρσια τομή στην εποχή μου
νωπή, βαθιά. Ανοίγοντάς την, όμως,
κι όλες τις περασμένες φανερώνει,
περίτεχνα ποικίλματα στο γκρίζο
σκυρόδεμα του τόπου μου. Τι χτίζω;
Κάτι που θ’ αντιστέκεται στη σκόνη
ή που σωρεύει σκόνη παραπάνω;
Ψάχνω να βρω, μ’ απόγνωση, την ύλη
την πρώτη μου κι αστείρευτη να στείλει,
σαν μήνυμα, μορφή, για ν’ ανασάνω
πιο πέρα απ’ τις γωνιές και τις γραμμές σου,
Γοργόνα μου, πουκάμισο του Νέσσου.
____
Γιάννης Δούκας, Το σύνδρομο σταντάλ, εκδ. Πόλις, 2013. |
Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013
Κώστας Παπαγεωργίου, "Το μαύρο κουμπί"
Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και
πράγματι έτσι- θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος
και ακίνητος. Γιατί 'ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός
μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που
φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως
κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ' το στήθος μου το
ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει
τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του
το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη
εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά «ποιον
ράβω εδώ;»- δυο τρεις φορές. Ομως γιατί δεν απαντώ
ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά
κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;»
-χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη
αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-
μα του κουμπιού-το μαύρο αυτό- της λέω «έναν
νεκρό». «Εναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα
μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να
ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο
έλεγε και με παρακαλούσε.
______
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η λύπη των άλλων, εκδ. Κέδρος, 2009.
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013
Σταύρος Ζαφειρίου, "XII. non Oedipus"
Χτες βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός σηματοδότης τού δρόμου –έξω
ακριβώς απ’ το παράθυρό μου– έπαψε απότομα να πάλλεται στο πορτοκαλί·
απόμεινε εντελώς σκοτεινός, με αποτέλεσμα να με αποσυντονίσει.
ακριβώς απ’ το παράθυρό μου– έπαψε απότομα να πάλλεται στο πορτοκαλί·
απόμεινε εντελώς σκοτεινός, με αποτέλεσμα να με αποσυντονίσει.
Σκοντάφτοντας και σκοντάφτοντας
στα οστά των νεκρών,
ξηλώνοντας από εμπρός μου τον
–πότε πρόλαβε;–
εν προόδῳ ιστό τής αράχνης,
φόρεσα πάλι τα παπούτσια
του Κυριακάτικου περιπάτου μου,
κάθισα ανακούρκουδα στο πάτωμα
και άρχισα με υπομονή να πλέκω,
μια μέσα-μια έξω, το πλατύφυλλο σκότος,
μια μέσα-μια έξω, τις χορτασμένες ρίζες του,
μια μέσα-μια έξω, στα μάτια μου,
το στεφάνι μιας ανθεστήριας νύχτας.
Αν και δεν ήταν αρκετά τα υλικά,
αφού οι καθρέφτες, οι ύπεροι των λουλουδιών,
και προπαντός οι λυπημένες λέξεις,
είχαν εξ ορισμού αποκλειστεί,
κατάφερα ωστόσο να πετύχω
–χάρη κυρίως στ’ αβαθή των ποταμών
και στων πευκόφυτων πλαγιών τις αναφλέξεις–
μια καθόλα ευπρόσωπη σύνθεση·
μια σύνθεση, όπου παρά
το ατελές τού σχήματός της,
έπειθε εντούτοις
για τις τίμιες προθέσεις της.
στα οστά των νεκρών,
ξηλώνοντας από εμπρός μου τον
–πότε πρόλαβε;–
εν προόδῳ ιστό τής αράχνης,
φόρεσα πάλι τα παπούτσια
του Κυριακάτικου περιπάτου μου,
κάθισα ανακούρκουδα στο πάτωμα
και άρχισα με υπομονή να πλέκω,
μια μέσα-μια έξω, το πλατύφυλλο σκότος,
μια μέσα-μια έξω, τις χορτασμένες ρίζες του,
μια μέσα-μια έξω, στα μάτια μου,
το στεφάνι μιας ανθεστήριας νύχτας.
Αν και δεν ήταν αρκετά τα υλικά,
αφού οι καθρέφτες, οι ύπεροι των λουλουδιών,
και προπαντός οι λυπημένες λέξεις,
είχαν εξ ορισμού αποκλειστεί,
κατάφερα ωστόσο να πετύχω
–χάρη κυρίως στ’ αβαθή των ποταμών
και στων πευκόφυτων πλαγιών τις αναφλέξεις–
μια καθόλα ευπρόσωπη σύνθεση·
μια σύνθεση, όπου παρά
το ατελές τού σχήματός της,
έπειθε εντούτοις
για τις τίμιες προθέσεις της.
Οι μορφές που υπήρχαν τριγύρω μου, όχι φαντάσματα, όχι, μα οι γεμάτες σφρίγος μορφές με τα μεγάλα άκρα και τη βιταλιστική καταγωγή, που εδώ και χρόνια κατοικούν μαζί μου, που εδώ και χρόνια μ’ ακολουθούν πιστά στις ολοένα πιο συχνές μετακομίσεις μου, χωρίς να μου παρενοχλούν τη λο-γική·
οι ίδιες εκείνες μορφές που ανοίγουν και κλείνουν την πόρτα μου σε κάθε έξοδο και κάθε είσοδό μου, που ιδιοποιούνται, δίχως ενοχές, αόριστους και παρατατικούς και ενεστώτες, και που κινούνται με παρόμοια ευχέρεια μέσα, ανάμεσα και έξω από τον ύπνο μου, ορατές ακόμη κι αν ήμουν τυφλός, αό-ρατες ακόμη και αν διέθετα τις άφατες αισθήσεις,
ανταμείβοντας γενναιόδωρα τη φιλότιμη κι έντιμη τέχνη μου, την τέχνη τού πλεξίματος των στεφανιών, μου αποκάλυψαν στη λοξεύουσα γλώσσα τους την άλλη λύση τού αινίγματος της σφίγγας.
Ένας άνθρωπος στέκεται μπροστά στο παράθυρο·
κοιτάζει·
έξω από το παράθυρο κοιτάζει,
εκεί όπου όλα γίνονται υπαίτια και δρουν,
σαν να ’ χουν σκηνοθετηθεί έτσι που να μετέχουν
στην πράξη τής εκπλήρωσης που αναπαριστούν.
κοιτάζει·
έξω από το παράθυρο κοιτάζει,
εκεί όπου όλα γίνονται υπαίτια και δρουν,
σαν να ’ χουν σκηνοθετηθεί έτσι που να μετέχουν
στην πράξη τής εκπλήρωσης που αναπαριστούν.
Ούτε σωπαίνει ούτε μιλά, ξαναμιμείται μόνο
τις λέξεις που τον στιχουργούν και τον διαδραματίζουν,
ποντάροντας τη γλώσσα του στη μπλόφα των χρησμών·
όλη τη γλώσσα του σε μια παρτίδα μύθων,
σ’ ένα εντελές συντακτικό μόρσιμων επωδών.
τις λέξεις που τον στιχουργούν και τον διαδραματίζουν,
ποντάροντας τη γλώσσα του στη μπλόφα των χρησμών·
όλη τη γλώσσα του σε μια παρτίδα μύθων,
σ’ ένα εντελές συντακτικό μόρσιμων επωδών.
Έπαιξε κι έχασε της πόλης του τις πύλες,
των αστραγάλων του τις μελανές πληγές,
το αθήλαστο της μάνας του και το κακό κρεβάτι.
Μόνο τα μάτια του δεν κέρδισε κανείς,
τα σπαραγμένα μάτια του, το βλέμμα
που επινόησε μέσα από των βλεφάρων του
το αίμα.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο· κοιτάζει,
όχι την πράξη που έχει ονομαστεί,
όχι αυτή την πράξη·
κοιτάζει τον τυφλό που κατευθύνεται
ικέτης στη χαλκόστρωτη οδό.
των αστραγάλων του τις μελανές πληγές,
το αθήλαστο της μάνας του και το κακό κρεβάτι.
Μόνο τα μάτια του δεν κέρδισε κανείς,
τα σπαραγμένα μάτια του, το βλέμμα
που επινόησε μέσα από των βλεφάρων του
το αίμα.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο· κοιτάζει,
όχι την πράξη που έχει ονομαστεί,
όχι αυτή την πράξη·
κοιτάζει τον τυφλό που κατευθύνεται
ικέτης στη χαλκόστρωτη οδό.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο.
Οδηγημένος απ’ τους άλλους στο παράθυρο.
Δεν είναι ο Οιδίποδας. Όχι,
δεν είναι αυτός.
______
Οδηγημένος απ’ τους άλλους στο παράθυρο.
Δεν είναι ο Οιδίποδας. Όχι,
δεν είναι αυτός.
______
Απο τη ποιητική συλλογή:
Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη, εκδ. Νεφέλη, 2010.
Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013
Τάσος Φάλκος, "Το ροζ"
Καθώς σκεφτόμουνα το σκοτεινό
κι ο νους μου γέμιζε εγκατάλειψη,
τα τζάμια έφεραν το ροζ επάνω στο γραφείο μου
Μια ταραχή παράξενη με συνεπήρε
και βγήκα στο μπαλκόνι
σύννεφα κατακόκκινα σκεπάζανε τον ήλιο
ο ορίζοντας σιγόκαιγε με καφετί φωτιά
μια αναμονή διαγραφόταν στον αέρα
και τότε άνοιξε το σύννεφο
και μια κολόνα φως
στηρίχτηκε στη γη
______
Τάσος Φάλκος, Σχεδιάσματα με φως, εκδ. Ζήτρος, 2005.
_____
Μίλτος Σαχτούρης, "Ο περίπατος"
Βάδιζα κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς
μιὰ βαριὰ συννεφιὰ σκέπαζε τὸν οὐρανὸ
τὰ κύματα γκρίζα κι ἀνατριχιαστικὰ
κύματα γκρίζα σκάζαν στὴν παραλία
μιὰ δύναμη μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ κάνω στροφὴ
ν᾿ ἀρχίσω νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα
μαῦρες γάτες περπατοῦσαν πάνω στὰ γκρίζα κύματα
καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν νεκρή.
Ὅμως ξαφνικὰ ἕνας ἥλιος ἔσκισε τὰ σύννεφα.
ἡ θάλασσα ἔγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι ἡ ψυχή μου
κι ἐξακολούθησα τὸν περίπατό μου.
_________
Μίλτος Σαχτούρης, Έκτοτε, 1996.
Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013
Θανάσης Τριαρίδης, "Κόλλημα"
(αντί για πρόλογο)
«Έχεις κολλήσει με το Άουσβιτς·
δεν είναι καλό πράγμα τα κολλήματα.
Και εκείνο το παράγγελμα της έγερσης
που φώναζαν οι Meister στους Häftlinge
δεν πάει μ’ όλα –
δεν είναι για κάθε περίπτωση.
»Καλός ο Πρίμο Λέβι,
αλλά προσοχή να μην γίνει εμμονή –
δεν βγάζουν πουθενά οι εμμονές.
»Και γενικότερα:
δεν είναι κάθε καιρός καιρός για δυστυχία,
ούτε και κάθε ώρα ώρα για θλίψη,
εξάλλου το αυριανό πρωί είναι ένα καινούριο πρωί –
κάτι θα σου θυμίζει αυτό, μια παλιά σταθερή αξία…»
(Αυτά περίπου είναι τα επιχειρήματα
και πάντα έχουν τον τόνο φιλικής συμβουλής –
είναι το είδος των επιχειρημάτων τέτοιο,
που σηκώνει τον φιλικό τόνο.)
Ναι, λοιπόν:
κάθε ώρα είναι μια καινούρια ώρα.
Κάθε πρωί είναι ένα καινούριο πρωί.
Μα, αλίμονο
(ή όχι και τόσο αλίμονο, θα πει κανείς),
κάθε παράγγελμα είναι πάντοτε το ίδιο παράγγελμα:
Wstawać.
___
Απ' το βιβλίο του Θανάση Τριαρίδη WSTAWAĆ * ΟΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ
Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013
Ηλίας Λάγιος, "5"
Την πόλη των πόνων οικοδόμησε, λένε η μαγγανεία και η νεκρομαντεία η ακαταμάχητη, όμως αλήθεια πάσα άλλη. Τοπία φίλυδρα και λιβάδια ζωντανά εδώ ρυακούσαν, θηλαστικά πολύμορφα με πόδια έξι ή δεκατρία και πολυκλαδισμένα κέρατα από ίασπι και μάρμαρο πρασινόμαυρο υπερήφανα περπατούσαν κάτω από τις φυλλωσιές της μπανανοκαρυδιάς γλείφοντας με απόλαυση αγνή τους πεντανόστιμους κλώνους των μουροπόταμων, και τότε ήρθε και εγκατοίκησε ο άνθρωπος, εδώ εγκαταστάθηκε ο άνθρωπος αληθινά ανθρωπεμένος, και έλαβεν η Ύβρις όψη και υπόσταση. Και τα κελαρυστά ύδατα εξηράνθησαν και παν το ταπεινόν εμαράνθη και κατεπόθη η ζωή εις λίθον ψαμμοχάλικου. Και, κατόπιν, μανιασμένος εφύσηξε του λίβα ο λίβας και το τρίτον της χαράς κατεποντίσθη και το δεύτερον τρίτον αιχμαλωτίστηκε οριστικά στην μοναξιά του ανθρώπου και το τελευταίον τρίτον μεταλλάχθηκε σε δωσώδες ψοφίμι, τυμπανιαίο πτώμα για πάντα ζωντανό.
__
Ηλίας Λάγιος, Φεβρουάριος 2001, εκδ. Ερατώ, 2001.
Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013
Τζένη Μαστοράκη, "[β΄] Α, τι νύχτα ήταν εκείνη..."
Και λέει, μόνο να πεθάνω ήθελα, και πώς γυρίσαν όλα κι
ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο νερό,
κύκλο τον κύκλο οι ζωές των ξένων, με ηλικίες αλλόκοτες
ξανάβρισκαν—
στο άγριο των οραμάτων ο βυθός, και στον ασάλευτο αέρα
που άδειαζε, ώ της ερήμου αρμάδες, ώ φτερά, κι ο θρήνος
τα λιωμένα γλείφοντας.
Οι πόλεις, ράκη αστροφεγγιάς, πνέουν, το κόκκινο λειρί τους
στην αντάρα, ζωές των ξένων, η ώρα μία της νυκτός προφτά-
νοντας με το συρμό των καταιγίδων—
κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ
Απόκοτη, όπως ταίριαζε, και χλιαρή από το πλήθος των
αιμάτων, έτσι πεσμένη, πριν κριθεί, εχάθη
στης πικροθάλασσας το κύμα, στ’ ανοιχτά.
Κι αερική, σαν πέρασμα καραβανιών, τρελών θιάσων,
φάρμακο που αρδεύει, αργό, ρούχο αργό των ίσκιων,
που της ταίριαζε,
σαράντα οργιές σκορπίζει στ’ ανοιχτά, σαν οπτασία που
ανθεί στα ξένα, σαν λυπημένο αγρίμι σκόρπιζε, στο κύμα
που φιλεί, και στ’ αξημέρωτα, όπου κοκόρι δεν σημαίνει,
σε ράχη ολόμαυρη,
το χέρι της φυλλοβολεί.
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν είναι πια
πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα εμποδισμένοι
και νυχτερινοί.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό ανα-
τρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλοτε μικρός
περιηγητής,
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα τε-
λειώνει τ’ ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πίσω απ’
τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που ζυγίστηκε
ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά—
τρελό φεγγάρι.
Θα ’ρθούνε χρόνοι κοπετών, μαγείας, ξανά η άπιστη σε
φονική αγκαλιά, κι η βλάστηση, ξανά, διαβρώνοντας
τις χαμηλές ρωγμές των τοίχων, τα φορέματα, όπλα που
επήραν τις ζωές ανδρείων,
κι απ’ τα ονόματα των άστρων που έφεγγαν, μήτε η λέξη
εωσφόρος, μήτε αλί—
Και θα σωπαίνεις πιο καλά, για να μ’ ακούς, φωνή αγνώ-
στου μέσα στο σκοτάδι, το αχ του τιμωρού που ρίχνει
τ’ άρματα, το πότε πια,
το πείσμα του αγγελιοφόρου, που αναπλέοντας με κίνδυ-
νο σε κοίλους χώρους, το στόμα του εσφράγισε και
περιμένει.
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’
ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης
υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τούς σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα,
μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν—
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό των αρω-
μάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο των
ονείρων.
Αφού το φίλημα στις σκάλες, ο αποχωρισμός, τα πλοία,
το δαιμονικό, η ολέθρια δούλη, κι αφού το ζάλισμα, λευ-
κός αέρας και πανιών θυμός,
άδικα το χρυσάφι, τόσο, τα μαλλιά πού χύνονταν.
Η αναγνώριση, ξανά, γιατί θα ’ρθεί, να γίνει αυγή, δάγκωμα
κόβοντας στα δυο τον κόσμο, τα θαύματα, και τα νερά.
Να τρέμουν όσοι αγαπήθηκαν, και πώς, το αλάφιασμα, η
άγρια γύμνια, φτάνει, κι εδώ καθηλωμένοι, πώς, να γίνει
πάλι να χαθούν, και πώς, σαν ουρλιαχτό,
σαν ουρλιαχτό πέφτει το αίσιο τέλος και—
Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί, κανείς δε θά ’ρθει
απ’ την άλλη όχθη, στις εκβολές βραδυπορώντας με φωτιές.
Κι ανίσως το βραδάκι, στα σβηστά, με αδειανό σακούλι
ξεπεζεύει, πάλι απόξενος, δεν εννοεί, και λιποτάκτης δεν
μπορεί ούτε γνωρίζει.
Σαν ένας, λέει, που πλοηγώντας θα ξυπνά στη μαύρη λίμνη,
κι όπως παντού η σιγαλιά κι η άπνοια σκιάζει, στις φλέβες
του αφουγκράζεται το αιμοβόρο ψάρι,
και γύρω χόρτα πνίγουν τα περάσματα, των ναυτικών τα
ίχνη,
τα έια μάλα.
Μικρό μου, μήτε απ’ τα πουλιά και μήτε—
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη
ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέ-
μιζε τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,
το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό μετέωρο
βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε τα χαμηλά της
φώτα, την κάπνα πόλης που σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι
άλλο μην πεις, μην τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,
απ’ τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ’ τα πουλιά και
μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,
μικρό μου—
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα
εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι
του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί.
Κι ό,τι πονά, κι αν λησμονιέται την αυγή, μια νύχτα άλλη,
πλανήτης βάσκανος, ραγίζει η ανατολή, κι ανάρια λάμποντας
το πέρασμά του στο σκοτάδι, σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα
που βουτά, θα ’ρθεί, μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο
και χλωρό κεφάλι, θα ’ρθεί, κατάχλωρος απ’ τη φωτιά, κι
ό,τι εξαντλεί, σαΐτα, βόλι και κακό φιλί,
ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι.
Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το χέρι που
τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει στα παλιά του
αίματα, καιρός που λησμονεί,
κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα χείλη
πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα—
Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα βαριά πανιά,
τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,
κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το στρώμα,
τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό, φυσάει τρελή νοτιά,
ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.
______
Τζένη Μαστοράκη, Μ' ένα στεφάνι φως, εκδ. Κέδρος, 1989
Τζένη Μαστοράκη, "Να χυθεί πρώτα πρώτα βαρύς ο αέρας..."
Να χυθεί πρώτα πρώτα βαρύς ο αέρας και κόκ-
κινος από χρόνιες μάχες.
Και καπνοί από όρη όπου φέγγουν αρχαία χα-
λάσματα, παραστάσεις θριάμβων και φόνων.
Σκιερός ο δρυμός για να χάνονται βασιλείς νυ-
χτοθήρες, ή στασίαρχοι κάτωχροι ανασπώντας
αγχέμαχα όπλα.
Αλλά μόνος παντού ο κυνηγός και ξοπίσω του
διώκτες.
Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013
Τούλα Μπαρνασά, "Κανείς Θεός δεν έχει αίμα..."
Μονάχα το κορμί ,η σάρκα,
η αίσθησή μας ,η συνειδησή μας,
τα διψώδη έντικτά μας,
είναι σταυρωμένα σε τοποθεσίες
πουθενοδιάστατες.
-Γραμμένος είναι ο Άνθρωπος
στην ούγια της αβύσσου.
Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013
Τάσος Φάλκος, "Πύργοι είναι η σκέψη φωτεροί ..."
Πύργοι είναι η σκέψη φωτεροί
Κι οι κλείδες φως
και πάντα παραδίδονται.
Τι θ’ ανοιχτεί μ’ αυτές
κανείς δεν ξέρει.
Θάλαμοι φωτερών αποκαλύψεων,
προσμένουμε.
Ξαφνιάζουμε τη νύχτα μ’ αναστάσεις.
Κι από το πάθος κάποτ’ εγειρόμαστε
σαν από ύπνο ευεργετικό
κι απλώνουμε ολάνθιστοι,
και φως γυμνούς μας περιβάλλει.
Ετικέτες
2006,
Self-Portrait of the Rich Collector
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013
Αρτεμις Κασιμιάδου, "Πικρία"
- Είναι η λησμονιά κι ο θάνατος που έκαναν τα μάτια μου ποτέ να μην δακρύζουν σαν αγαπούν και σαν πονούν...Είναι τα μάτια μου που πέρασαν ανύποπτα παιδεύτηκαν καχύποπτα.... ...και γέρασαν...Είναι η καρδιά μου που δεν θέλει άλλη υποχώρηση μπροστά στα μάτια που σφαλλούν μπροστά στα μάτια τα νεκρά που δεν αγαπούν πια τίποτε... μονάχα εσένα...Και γωπου δεν δέχτηκα πως έμεινα μόνηείμαι βλέπεις και γωπου ακόμη δεν συμβιβάστηκα με τον χαμό σου.... ούτε μ' αυτούς.
Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013
Μπεντρί Χότζα, "Όνειρο"
Είμαι στον κήπο,
και χαίρομαι το καλαμπόκι,
το πεπόνι, το καρπούζι.
Μετά κλωτσάω το χώμα
ανοίγει ένας γκρεμός
και μπαίνω.
Τις πόρτες του παραδείσου
ή της κόλασης έχω ανοίξει;
Πίσω με ακολουθεί μια φωνή:
Να χαίρεσαι το καρπούζι και το πεπόνι,
όσο μακριά γίνεται
από τις θύρες το Αγίου Πέτρου.
__________
Bendri Xoxha, Ουρλιαχτό του ουρανού
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)