Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Πέτρος Γκολίτσης, Απ' τα "Στάχυα στο βουβό μαύρο τζάμι"



[...]
Το αίνιγμα της κατάστασης σφυροκοπεί την καρδιά μου, πυρωμένη και εύπλαστη, καθώς το αίνιγμα του κόσμου, διαστέλλονται αφήνοντας ξέφτια. Οι νεκροί κάνουν τραμπάλα με τραμπάλες που δεν τρίζουν, τρίβει η γιαγιά τα οστά τους, των νεκρών της τα οστά: «ο μπαμπάς μου», λέει, «νάτος, κοίτα τον πως ανεβαίνει και αυτός από την άλλη είναι ο παππούς μου», κλαίει, «κοίτα τον πως κατεβαίνει», με τα αστέρια πως αστράφτει, στραφταλίζει εδώ η στάχτη, η μαμά μάς περιμένει με σαπούνι και κλωστή, «έλα» λέει την πλησιάζω, «να σε πλύνω να σε ράψω, μα δεν φτάνω, πάνε τώρα τρία χρόνια, πεθαμένη παραμένω, απ’ τη μια βλέπω τ’ άστρα κι απ’ την άλλη βλέπω εσένα». Ξάφνου όλα τα θυμάμαι, μα δεν πήγα στην κηδεία: «μη ρωτάς μικρό παιδί, μέσα στο ξανθό το φως σου», σιγοσβήνει η φωνή της και στο τέλος με ακούω να ψελλίζω: «μα γιατί γιαγιά μου πλένεις τα οστά μου μα γιατί;»
[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου