Εγώ που δεν τραγούδησα
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
ούτε τραγούδησα
το λυγμό που έχει
το βάθος ενός χαμόγελου
το προφίλ στα τρία τέταρτα,
την κρυμμένη γωνιά
στο μυαλό μου,
τους κόκκινους λεκέδες
στο σεντόνι της θάλασσας
όταν το αεράκι σηκώνει
μία προς μία τις ρυτίδες
του εγκεφάλου μου,
μία προς μία τις προσωπικές μου
απώλειες-μπερντές
που κοκκινίζει
μια στιγμή πριν πάρει φωτιά.
Το ορατό φως.
Τις πέντε αισθήσεις.
Τους εκατόν πέντε
κατοίκους της Ηράκλειας.
Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.
Τις αμέτρητες μπύρες.
Τα μετρημένα καμπάρι
μέσα από τις ανταύγειες τους.
Μια βαλίτσα, ένα καπέλο
κι ένα διαζύγιο.
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ.
Ένα διαζύγιο
και πάμπολλες ομπρέλες.
Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι.
Θέλω να βλέπω τη φέτα
του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει
σε αντιστοιχία με τη δική σας
τακτοποιημένη απόλαυση.
Δώστε μου ένα μεγάλο σαγκουίνι.
Μην τραγουδάς, τραγούδησες
όσα σου δόθηκαν. Τραγούδησε
τα παιδιά που παίζουν ακόμα
στις δέκα το βράδυ, μόνον
οι φωνές τους ακούγονται
στο προαύλιο της Εκκλησίας,
Μεγαλοβδόμαδο κι ακόμη πιο μακριά
γαυγίσματα αδέσποτων σκύλων.
Δεν έχουν τελειώσει ακόμη
το παιγνίδι, το δικό μου
μόνον τέλειωσε γιατί δεν με παίζουν.
Ένα-ένα καλώ τα παιδιά
με τα ονόματά τους
Ηλία, Αλέξη, Κωστή, Αίγλη
κι ούτε ένα να μου γυρίσει πίσω
τη φωνή. Αναπάντητα ονόματα
ενός που δεν έγινε πατέρας.
Δεν τραγούδησα την πατρότητα
βεγγαλικό που δεν σκάει
το περιεχόμενο στ’ αρχίδια μου
τη νύχτα, αποτυχημένος
κι άσφαιρος νύχτα χωρίς βεγγαλικά,
πυροτέχνημα που δεν έσκασε,
και δεν πυρπόλησε σκοτάδια,
απλό κόκκινο φωτάκι πορείας.
Δεν τραγούδησα την οδήγηση.
Ούτε οδήγησα κανέναν κάπου:
αποτυχημένος ψυχίατρος αλκοολικός,
μόνον ακολούθησα τις σπίθες
φωτιάς που έβγαζαν απ’ τα μάτια τους
οι φίλες και οι φίλοι-μέγιστη
υποχρέωση κι αν δεν την τραγούδησα
τη ζωή, να τη σέβομαι
να την ακολουθώ,
να την προσπερνώ,
να την αφήνω να τρέχει ξωπίσω μου,
να την αφήνω να τρέχει έμπροσθέν μου.
Φώτα πορείας δεν έχει η ζωή
πέφτουν στον πιο βαθύ γκρεμό
όσοι την πάρουν στο κατόπι.
Δεν τραγούδησα τα φώτα πορείας,
απ’ τη μικρή στη μεγάλη σκάλα
τους προβολείς μου άλλαξα
και πάλι δεν βλέπω τους φίλους μου
δεν βλέπω κανέναν:
ανορεξία, αλκοόλ, κι αϋπνία.
Εφιάλτες μόνο βλέπω
μπροστά μου: προβλέπω
και δεν το ’θελα αυτό το χάρισμα,
τρόμαζα και πίεζα να το πνίξω,
μάντης κάθε προσωπική μου
απώλειας στο μέλλον,
όπισθεν δεν έχει η ζωή.
Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω
το φόβο ούτε την έκβαση
της κρίσης, ούτε έγραψα ποτέ μου
πως κόκκινο ήταν το αεράκι
που σμίλευε ρυτίδες
στο σεντόνι της θάλασσας.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινο
το αδηφάγο στόμα μου
όταν καθόταν πάνω στο στόμα της.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινα
τα χέρια που αγκάλιαζαν
το κορμί της-δεν τα τραγούδησα.
Δεν τραγούδησα τα δικά της
κόκκινα χέρια, τα κόκκινα
χείλη της, τα έμμηνα
που έσταζαν απ’ το μουνί της,
τα στοπ που άναβαν
εδώ κι εκεί στο κορμί της,
δεν τραγούδησα
τον πορφυρό της έρπητα.
Δεν τραγούδησα τις απαγορεύσεις.
Μόνον αυτά που εισέπραττα.
Τραγούδησα το λυγμό μου
που είχε το βάθος ενός χαμόγελου.
Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά
που κρύβει μέσα της βαθειά
κόκκινο άγριο χρώμα,
το αίμα που έφτυσα
όσο μακριά μπορούσα
να δω προς τα πού φυσάει
ο άνεμος να καθορίσει
την κατεύθυνση
τον προσεχή προορισμό μου.
Δεν έγραψα για τη χαρά.
Δεν μου δόθηκε τελικώς
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο
και δεν σας το μαρτυρούσα,
μόνον έβαφα κόκκινα αυγά
για να σας ξεγελάω. Έβγαζα
κόκκινες φωνές. Κατάπινα
κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα
την κόκκινη στολή του κλόουν
να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ
την άχρωμη ζωή μου, αμφιβόλου
ρέζους ως και η ομάδα μου:
μηδενική μ’ αρνητικό πρόσημο.
Λευκές ρίγες, κόκκινες ρίγες
Τελικά ως και το αίμα μου
δεν θα μπορέσετε να μου χαρίσετε
αν παραστεί ανάγκη, να ξέρετε
πως θα βιαστώ να σας καληνυχτίσω.
Τα παιδιά δεν τέλειωσαν
ακόμη το παιγνίδι τους,
κόκκινη απριλιάτικη νύχτα
κι ας τελειώνει για μένα εδώ
το ποίημα.
___
(από την ανέκδοτη συλλογή "Παραπάτημα στη Χαρά", που θα κυκλοφορήσει το Μάρτιο 2012
από τις νεοσύστατες εκδόσεις "πΟΙΕΙΝ")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου