Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ασημίνα Ρεβύθη, "Αρχαία θλίψη"


Οι γονείς μου πέθαναν σ ένα γλέντι της Άνοιξης,
ο πατέρας μου σκηνοθέτης,
η μητέρα μου λουλουδού σε γάμους της θλίψης,
δεν τους γνώρισα, βρήκα τον εαυτό μου
σε μια βρώμικη κούνια, παρατημένη
σʼ ένα νεκροταφείο από καθρέφτες,
οι πρώτες μου βόλτες άγνωστες κηδείες,

όταν είχα κέφια
με πήγαινα σʼ ένα κόκκινο τσίρκο,
εκεί τις Κυριακές ο ήλιος για χάρη μου ακροβάτης,
έπεφτε από χρώμα σε χρώμα κι εγώ γελούσα,
στο τέλος της παράστασης με μια επικίνδυνη χειρονομία
μου χάριζε το καπέλο του,

φίλους δεν είχα, μονάχα αυτά τα καπέλα,
γυρνούσα με αυτά εκεί που με βρήκα,
βράδιαζε, οι νεκροί με λέξεις τάραζαν τον ύπνο μου,

έτσι πέρασαν τα χρόνια μου, ως που μεγάλωσα
κι έμαθα τον έρωτα από πένθιμα πουλιά,
παντρεύτηκα κάποιον είχε δικό του νεκροταφείο,
δεν δούλευα εκεί, έγινα πόρνη, πουλούσα ότι είχα,
Καπέλα.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Γιώργος Γεωργίου, απόσπασμα από τη "Ανάσα της Ιστορικότητας"


H φύση των πραγμάτων παραλλάσσεται
ο τοίχος γίνεται άνθρωπος
ο άνθρωπος συγχωνεύεται στο φόντο
το ντιβάνι χορεύει στον καπνό του
η σκάλα κατεβαίνει σαν αμαξοστοιχία
η κανάτα ξεπροβάλλει την γκριμάτσα της
απ΄ τα κομμένα της χέρια
οι τρεις στο κάτω πάτωμα λιώνουν στο θαμπό κερί
που βούτηξε μονομιάς απ' το ταβάνι
Impression.
[...]
Κάποιος πίνακας του Pollock ζωντανεύει.
Έπειτα ανοίγουν τα φύλλα της Κολάσεως
και τα άλλα τα πιο κοινά του Παραδείσου.

(Γ. Γεωργίου, απόσπασμα από τη Ανάσα της Ιστορικότητας)
Το σπάσιμο των "στίχων" δικό μου

http://nobeliefin.blogspot.com/2010/07/blog-post_28.html

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Κατερίνα Καραγιάννη, "Ζουμερά κεράσια"


Ανθισμένο απόβλητο
λάμπει στο περιθώριο
λες: να το αρπάξω μια…

Ελκυστική η αμαρτία
ξέρεις
ανάβει τα πνευμόνια
το τρέμεις
όλα τα κακά μαζί του έχει
το θέλεις
αυτόν το λεκέ που δεν φεύγει
τον θέλεις
σε στολίζει μ΄ άγουρο έρωτα.

Aγόρι μου
αυτή η επανάσταση δεν έχει
κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο
βάφει,
βάφει τον δρόμο σου
πετάει ξυραφιές
και ξεκοιλιάζει την άσφαλτο που πατάς
είναι αυτό που δε μπορείς να δεχθείς
και δεν μπορείς να αρνηθείς
η σπίθα που σπαρταράει κάθε ώρα
απαρηγόρητη
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια
κι ο κόσμος όμορφος
απάτητος
σαν τον κοιτώ ανάποδα
αιωρούμενη ακριβώς πάνω απ΄ την γειτονιά σου
και τα φώτα να με καλούν για προσγείωση
κι η βραδινή δροσιά να μου γλύφει τα μπούτια
γαμημένη εξάρτηση
τα ζουμερά κεράσια


(http://www.poiein.gr/archives/10812/index.html#more-10812)

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Γιώργoς Χριστοδουλίδης, "Κλάδος ελαίας"



Έφτιαξαν προσεκτικά τον κλάδο ελαίας
ξέχασαν μόνο να αφαιρέσουν τις ελιές,
βαριές ελιές
σαν μυλόπετρες
του λυγίζουν το σβέρκο
κάνει να τις κόψει
να τις ξεζουμίσει μες τα χέρια του
τα χέρια του γεμίζουν λάδια και αίματα
τα στραγγίζει σε τενεκεδένιο δοχείο
το αίμα επιπλέει του λαδιού,
έρχεται σοδειά καλή
νεκρών, είπε.

(Γιώργoς Χριστοδουλίδης, “Το απραγματοποίητο”, εκδ. Γαβριηλίδη 2010)

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Αρσένι Ταρκόφσκι, "Μετά από τον πόλεμο, ΙΙΙ"


Έτσι γίνεται,στον θερινό καύσωνα ξαπλώνεις
και κοιτάς τον ουρανό, και ο ζεστός αέρας
λικνίζεται σαν κούνια πάνω από σένα,
και ξαφνικά νιώθεις μια παράξενη, αιχμηρή γωνία αισθημάτων:
μέσα σ' αυτή την κούνια υπάρχει μιά ρωγμή, να περνά
το απερίοριστο κρύο, σαν
κάποιο βελόνι από πάγο...

(Αρσένι Ταρκόφσκι, Χρόνος, μετ. Μάξιμ Κισίλιερ, Λίνος Ιωαννίδης, Ίνδικτος 2008)

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Μίλτος Σαχτούρης, "Τα ναυάγια"


Μακριά στον ορίζοντα γίνεται
ένα ναυάγιο' είναι πολύ μακριά
και δε γνωρίζουμε τους πνιγμένους,
τους φίλους και τους συγγενείς που
τους θρηνούν.
Αλλά κι εδώ κοντά γίνεται ένα άλλο
ναυάγιο, κι αλίμονο,ξέρουμε
τους πνιγμένους,καθώς και τους
φίλους και τους συγγενείς που τους θρηνούν.

(Μίλτος Σαχτούρης, από την ποιητική συλλογή "Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998)

Χρήστος Μαυρής, "Μάτι γυάλινο"


Βγήκε
βρεγμένος ο ήλιος σήμερα.
Παράξενος ήλιος αβυσσαλέος-
όλο μυστήριο και κατάμαυρος,
λες και σερνόταν
σε λαμπερό σκοτάδι.

Την προηγούμενη μέρα
τον είδα που άλλαξε πορεία.
Δεν πήγε να κοιμηθεί
στης θεότρελλης μάνας του.
Κατέβηκε
και έδυσε στο ασάλευτο μάτι
του σκοτωμένου κοριτσιού.
Μάτι γυάλινο, κενό.
Ένα κενό βαθύ σαν πηγάδι
με κατάμαυρο νερό.

Το μαύρο φεγγάρι.
Όλη τη νύχτα
ωωροφύλακες άγγελοι
με φανούς θυέλλης στα χέρια τους
αυλακώναν το απροσπέλαστο σκοτάδι
αλλά πουθενά δεν βρήκαν
το μαύρο φεγγάρι του Ιουλίου.

Πού να φανταστούν
πως στην καρδιά μου ήταν κρυμμένο
το ολόγιομο μαύρο φεγγάρι!

Απόδειξη οι νεκροί
που φεγγοβολούν στα σκοτεινά,
κατασκότεινα τραγούδια μου.

(http://www.poiein.gr/archives/10988/index.html)

Ανδρέας Παστελλάς, "Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974"


Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

(http://www.poiein.gr/archives/10988/index.html#more-10988)

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Γιώργος Δάγλας, Δυο ποιήματα



Ξαφνικά,
ένα αφηνιασμένο άλογο
μπήκε στην αίθουσα.
Οι κυρίες ούρλιαξαν,
οι πολυέλαιοι έσπασαν.

Μες στο σκοτάδι,
κάποιος μας φίλησε τρελά.

Όμως,
οι πολυέλαιοι έλαμπαν,
οι κυρίες στροβιλίζονταν σιωπηλά,
και στη μέση ενός όμορφου λιβαδιού
ένα άλογο,
κοιτούσε αδιάκριτα το σούρουπο.

__________


Τις νύχτες,
που σπάει λίγο ο αέρας,
ένας αγαθός γίγαντας,
με ένα ψάρι στο χέρι
μπαίνει στην κρύπτη μας.
Πιάνει αμέσως δουλειά,
ο κόκκινος σιδεράς
-νταπ-ντουπ-νταπ-
στρογγυλεύει τους κρίκους,
ενώνει την αλυσίδα.
Ο άγνωστος φεύγει.
«Κρατείστε» λέει,
«θα ξανάρθω».
Νταπ-ντουπ, πιο δυνατά,
ο κόκκινος σιδεράς,
ενώνει ξανά την αλυσίδα της αγάπης.

Διακόσιες μέρες βρέχει
στις καρδιές των ανθρώπων.



(Βλ. και στο ποιείν
http://www.poiein.gr/archives/10956/index.html)

Διονύσιος Σολωμός, Απόσπασμα από την "ημέρα της λαμπρής"



Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.

Άγγελος Σικελιανός, "Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα"


Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι…
Κι όπως κυλά από τ’ άδυτα του αδύτου
των ουρανών μες στη νυχτιά έν’ αστέρι.
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθια πέταξε η πνοή του.

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε…
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!


(περιοδικό Πολιτιστική, τ. 13, σελ. 63).

http://www.sarantakos.com/pol.html

Επίσης στο

http://www.poiein.gr/archives/2475/index.html

Νίκος Καρούζος, "Η προσευχή του σκουληκιού"


Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ' έναν καρπό και μ' έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ' όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου...
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
"Δεν έχεις ερωτήματα;" - μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
και τη διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή 'ναι η αξία εμάς των σκουληκιών
που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο...
Το χώμα ειν' η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.



(Νίκος Καρούζος, Ποιήματα,1961)

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Μίλτος Σαχτούρης, "Το κεφάλι του ποιητή"


Έκοψα το κεφάλι μου
τόβαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου.

-Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

τό'ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

γύριζα έξαλλος στους δρόμους

με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή.


(Μίλτος Σαχτούρης, Το Σκεύος, 1971)

Χλόη Κουτσουμπέλη, "Πού πάνε τα ποιήματα"


Πετούν διστακτικά απ’ το παράθυρο,
μετεωρίζονται για λίγο σε καθρέφτη ουρανό
κι ύστερα γέρνουν τις μαύρες τους φτερούγες
και ακολουθούν την κατακόρυφη πορεία προς τα κάτω.
Μόνο σπάνια
κάποιο απ’ αυτά ξεγελάει τον νόμο της βαρύτητας
και προλαβαίνει να σε αγγίξει
εκεί κοντά στο στόμα
πριν γκρεμιστεί για πάντα μες στην άβυσσο.

Γι αυτό το ένα ποίημα γράφω ακόμα.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Charles Bukowski,"Σημειώσεις για την ποίηση"


Σημειώσεις για την ποίηση

το να προσποιηθείς αληθινό συναίσθημα, δικό σου ή
του κόσμου,
είναι, ασφαλώς ασυγχώρητο
κι όμως πολλοί ποιητές
παλιοί και σημερινοί
είναι αυθεντίες σ' αυτό.
είναι οι ποιητές
που γράφουν
"βολικά, έξυπνα ποίηματα".
συχνά τα γράφουνε καθηγητές
φιλολογίας που κάνουν αυτή τη δουλειά για περισσότερο καιρό
απ' ότι θα πρεπε,
τα γράφουν οι υπέρμετρα φιλόδοξοι
οι νεαροί φοιτητές του χώρου
κι άλλοι παρόμοιοι.
αλλά είμαι κι εγώ ένοχος:
χθες βράδυ έγραψα πέντε βολικά, έξυπνα
ποίηματα.
κι αν δεν είσαι καθηγητής φιλολογίας,
υπέρμετρα φιλόδοξος,
νεαρός φοιτητής του χώρου
ή κάτι παρόμοιο,
αυτό μπορεί να σου συμβεί απ' την υπερβολική
επιτυχία,
ή επειδή, τελικά, βολεύτηκες στη ζωή σου.

σαν να μην έφτανε αυτό, έστειλα για δημοσίευση
τα πέντε αυτά βολικά, έξυπνα ποίηματα
κ δεν θα μου κανε εντύπωση αν
τρία ή τέσσερα όντως δημοσιευθούν.
τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει σχέση με το
πραγματικό συναίσθημα κ το τσαγανό,
δεν είναι παρά λεκτικές ακροβασίες
και το βλέπω να γίνεται σχεδόν παντού από
σχεδόν
όλους.

ξεχνάμε την ουσία μας
κ όσο περισσότερο το ξεχνάμε
τόσο λιγότερο ικανοί είμαστε να γράψουμε ένα
ποίημα που
να στέκεται κ να ουρλιάζει κ να ξεκαρδίζεται
πάνω στη σελίδα
απλώς γινόμαστε σαν το πλήθος των συγγραφέων που κάνουν
τα λογοτέχνικά περιοδικά τόσο βαρετά και
άχρηστα και δήθεν.
καλύτερα να μη γράφουμε καθόλου
γιατί γίναμε
κάλπηδες, απατεώνες, εκπορνευτές ποιημάτων.

αναζητήστε μας λοιπόν στο επόμενο τεύχος του
Ποίηση: ένα περιοδικό για τον Έμμετρο Λόγο,
αναζητήστε μας στα περιεχόμενα,
στάσου σ' ένα οποιοδήποτε απ' τα πολύτιμα ποίηματά μας
και κάτσε να πεθάνεις απ' τα χασμουρητά.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Τόλης Νικηφόρου, "Έρημος"


ΕΡΗΜΟΣ

ματώνεις ολημέρα στον τροχό

σαν έρθουν τα βαθιά μεσάνυχτα
βάφεις με το αίμα
κόκκινο έναν χαρταετό
και τον υψώνεις με σπασμένα δάκτυλα
στον ουρανό να λάμπει σαν αστέρι

κάθεσαι στο παράθυρο μετά
μακριά τον βλέπεις και δακρύζεις

έτσι γεννιέται τ’ όνειρο

(Τόλης Νικηφόρου, "Έρημος", περ. Κουκούτσι, τ.2, 2010)

Γιάννης Βαρβέρης, "Το κερί"


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.

(Γιάννης Βαρβέρης, «Ο άνθρωπος μόνος», εκδ. Κέδρος, 2009)

Γιάννης Γκούμας, "Θερμαϊκός Κόλπος"


Ένα απ' αυτά τα ηλιοβασιλέματα
που μπορείς να ακουμπήσεις το ποδήλατό σου στον βυσσινή ορίζοντα
και να κωφεύεις στο κάλεσμα της μητέρας
για δείπνο

αν είσαι
οκτώ, δώδεκα, δεκάξι χρονών

και όχι κάποιος
που τον πέταξαν σ' ένα βαθύ
και τώρα πιά σχεδόν σκοτεινό
συμπέρασμα.

(Γιάννης Γκούμας, Η σιωπή των άλλων, εκδ. Κέδρος, 1997)

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Παναγιώτης Χαχής, Δύο ποιήματα



Απομένοντας
Τα κτήνη
Στους στάβλους
Της Κόλασης
μουγκρίζοντας
λίγη Αγάπη
στη λάμα
του Σφαγέα.

_______________

Ο λόρδος Μπάϋρον
Ταξιδεύει
Ταριχευμένος
Στο αμπάρι του Φλόριντα
Επιστρέφοντας
Στον τάφο.



(http://www.poiein.gr/archives/10752/index.html#more-10752)