Άγρια ξάπλωσε η νύχτα στο νταμάρι
σαν πόρνη άδοξη που αρνήθηκε αμοιβή
Βαρυγκωμώντας πως την φώναξε ραιβή
το τελευταίο που δοκίμασε φεγγάρι.
«Γέρασα» -είπε- « στη στενή τόσους αιώνες
με το σκουρόχρωμο σκισμένο μου καλσόν
για το Θεό μου όσο δούλεψα φασόν
Τόσες ξεγέννησα του πόνου λεγεώνες!
Ήμουν μητέρα για όσους πόνεσαν, ανθρώπους
για όσους με βίασαν σαρκίο ιδανικό…
Πότε απάνεμη και πότε αερικό
Μα όλοι με πρόδωσαν! Καθείς με χίλιους τρόπους.
Κλείστε μου» -έστερξε «τα μάτια να πεθάνω»
κι ας έρθει φως, κι ας γίνει η μέρα ποθητή!
Θάψτε με μόνο στην ψυχή ενός Ποιητή
‘Κείνου που νιώθει ό,τι λέω κι ό,τι κάνω!»
Η νύχτα έγειρε στον ύπνο, μερωμένη
‘Πέσαν κι οι υπότιτλοι από πάνω της, λιτοί
«Ενθάδε κείται η μνηστή του Ποιητή».
Έξω ξημέρωσε. Μέρα κεκοιμημένη.
σαν πόρνη άδοξη που αρνήθηκε αμοιβή
Βαρυγκωμώντας πως την φώναξε ραιβή
το τελευταίο που δοκίμασε φεγγάρι.
«Γέρασα» -είπε- « στη στενή τόσους αιώνες
με το σκουρόχρωμο σκισμένο μου καλσόν
για το Θεό μου όσο δούλεψα φασόν
Τόσες ξεγέννησα του πόνου λεγεώνες!
Ήμουν μητέρα για όσους πόνεσαν, ανθρώπους
για όσους με βίασαν σαρκίο ιδανικό…
Πότε απάνεμη και πότε αερικό
Μα όλοι με πρόδωσαν! Καθείς με χίλιους τρόπους.
Κλείστε μου» -έστερξε «τα μάτια να πεθάνω»
κι ας έρθει φως, κι ας γίνει η μέρα ποθητή!
Θάψτε με μόνο στην ψυχή ενός Ποιητή
‘Κείνου που νιώθει ό,τι λέω κι ό,τι κάνω!»
Η νύχτα έγειρε στον ύπνο, μερωμένη
‘Πέσαν κι οι υπότιτλοι από πάνω της, λιτοί
«Ενθάδε κείται η μνηστή του Ποιητή».
Έξω ξημέρωσε. Μέρα κεκοιμημένη.
«Γέρασα» -είπε- « στη στενή τόσους αιώνες
με το σκουρόχρωμο σκισμένο μου καλσόν
για το Θεό μου όσο δούλεψα φασόν
Τόσες ξεγέννησα του πόνου λεγεώνες!
Ήμουν μητέρα για όσους πόνεσαν, ανθρώπους
για όσους με βίασαν σαρκίο ιδανικό…
Πότε απάνεμη και πότε αερικό
Μα όλοι με πρόδωσαν! Καθείς με χίλιους τρόπους.
Κλείστε μου» -έστερξε «τα μάτια να πεθάνω»
κι ας έρθει φως, κι ας γίνει η μέρα ποθητή!
Θάψτε με μόνο στην ψυχή ενός Ποιητή
‘Κείνου που νιώθει ό,τι λέω κι ό,τι κάνω!»
Η νύχτα έγειρε στον ύπνο, μερωμένη
‘Πέσαν κι οι υπότιτλοι από πάνω της, λιτοί
«Ενθάδε κείται η μνηστή του Ποιητή».
Έξω ξημέρωσε. Μέρα κεκοιμημένη.