Χτες βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός σηματοδότης τού δρόμου –έξω
ακριβώς απ’ το παράθυρό μου– έπαψε απότομα να πάλλεται στο πορτοκαλί·
απόμεινε εντελώς σκοτεινός, με αποτέλεσμα να με αποσυντονίσει.
Σκοντάφτοντας και σκοντάφτοντας
στα οστά των νεκρών,
ξηλώνοντας από εμπρός μου τον
–πότε πρόλαβε;–
εν προόδῳ ιστό τής αράχνης,
φόρεσα πάλι τα παπούτσια
του Κυριακάτικου περιπάτου μου,
κάθισα ανακούρκουδα στο πάτωμα
και άρχισα με υπομονή να πλέκω,
μια μέσα-μια έξω, το πλατύφυλλο σκότος,
μια μέσα-μια έξω, τις χορτασμένες ρίζες του,
μια μέσα-μια έξω, στα μάτια μου,
το στεφάνι μιας ανθεστήριας νύχτας.
Αν και δεν ήταν αρκετά τα υλικά,
αφού οι καθρέφτες, οι ύπεροι των λουλουδιών,
και προπαντός οι λυπημένες λέξεις,
είχαν εξ ορισμού αποκλειστεί,
κατάφερα ωστόσο να πετύχω
–χάρη κυρίως στ’ αβαθή των ποταμών
και στων πευκόφυτων πλαγιών τις αναφλέξεις–
μια καθόλα ευπρόσωπη σύνθεση·
μια σύνθεση, όπου παρά
το ατελές τού σχήματός της,
έπειθε εντούτοις
για τις τίμιες προθέσεις της.
Οι μορφές που υπήρχαν τριγύρω μου, όχι φαντάσματα, όχι, μα οι γεμάτες σφρίγος μορφές με τα μεγάλα άκρα και τη βιταλιστική καταγωγή, που εδώ και χρόνια κατοικούν μαζί μου, που εδώ και χρόνια μ’ ακολουθούν πιστά στις ολοένα πιο συχνές μετακομίσεις μου, χωρίς να μου παρενοχλούν τη λο-γική·
οι ίδιες εκείνες μορφές που ανοίγουν και κλείνουν την πόρτα μου σε κάθε έξοδο και κάθε είσοδό μου, που ιδιοποιούνται, δίχως ενοχές, αόριστους και παρατατικούς και ενεστώτες, και που κινούνται με παρόμοια ευχέρεια μέσα, ανάμεσα και έξω από τον ύπνο μου, ορατές ακόμη κι αν ήμουν τυφλός, αό-ρατες ακόμη και αν διέθετα τις άφατες αισθήσεις,
ανταμείβοντας γενναιόδωρα τη φιλότιμη κι έντιμη τέχνη μου, την τέχνη τού πλεξίματος των στεφανιών, μου αποκάλυψαν στη λοξεύουσα γλώσσα τους την άλλη λύση τού αινίγματος της σφίγγας.
Ένας άνθρωπος στέκεται μπροστά στο παράθυρο·
κοιτάζει·
έξω από το παράθυρο κοιτάζει,
εκεί όπου όλα γίνονται υπαίτια και δρουν,
σαν να ’ χουν σκηνοθετηθεί έτσι που να μετέχουν
στην πράξη τής εκπλήρωσης που αναπαριστούν.
Ούτε σωπαίνει ούτε μιλά, ξαναμιμείται μόνο
τις λέξεις που τον στιχουργούν και τον διαδραματίζουν,
ποντάροντας τη γλώσσα του στη μπλόφα των χρησμών·
όλη τη γλώσσα του σε μια παρτίδα μύθων,
σ’ ένα εντελές συντακτικό μόρσιμων επωδών.
Έπαιξε κι έχασε της πόλης του τις πύλες,
των αστραγάλων του τις μελανές πληγές,
το αθήλαστο της μάνας του και το κακό κρεβάτι.
Μόνο τα μάτια του δεν κέρδισε κανείς,
τα σπαραγμένα μάτια του, το βλέμμα
που επινόησε μέσα από των βλεφάρων του
το αίμα.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο· κοιτάζει,
όχι την πράξη που έχει ονομαστεί,
όχι αυτή την πράξη·
κοιτάζει τον τυφλό που κατευθύνεται
ικέτης στη χαλκόστρωτη οδό.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο.
Οδηγημένος απ’ τους άλλους στο παράθυρο.
Δεν είναι ο Οιδίποδας. Όχι,
δεν είναι αυτός.
______
Απο τη ποιητική συλλογή: