Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011
Τάκης Σινόπουλος, "Ιάκωβος"
Πότε ήρθε δεν κατάλαβα.
Κάποιοι κοίταγαν καθαρά μέσα στα οστά του
μα εγώ δεν έβλεπα άλλο από το πρόσωπο
λευκό σαν κιμωλία και φαγωμένο
από χιλιάδες χρόνια.
Η μνήμη μου παράξενο ανεβαίνει
στην ηλικία του. Ποιος μέτρησε
ποτέ τέτοιο ποσό. Τότε φορούσε
μια μάσκα από χαμόγελο.
Αργούσε να πεθάνει και το άφησα
μόνο μ΄ ένα κερί.
Τώρα είναι τυλιγμένος στο μαντύα μου
το στρατιωτικό. Μαύρος και τα ρουθούνια του
πρησμένα από χολή.
Φορές φορές μέσα σε τούτα τα χαρτιά
ακούω το βήχα του.
Καιρό δε σάλεψε από εδώ.
Το φως έχει χαθεί στα μάτια του.
Φαίνεται πως ο θάνατος του συνεχίζεται
χωρίς μεταλλαγή.
Ο Ιάκωβος είναι ένα μοιρασμένο σώμα.
Το ένα κομμάτι του το βλέπω
τ΄ άλλο χάνεται στη φθορά.
Μόνο το χέρι του τόσο ζεστό
θυμίζει πράγματα που επόθησα
και τ΄ αποχτήσανε άλλοι.
Θα φύγω με τον Ιάκωβο.
Πρέπει να συναρμολογήσω τόσα χρόνια.
Εσύ λοιπόν που θ΄ απομείνεις
δώσε παρακαλώ τούτο το μήνυμα
στους επιζώντες.
___
Τάκης Σινόπουλος, Μεταίχμιο, 1951
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου