Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Αντώνης Φωστιέρης, "Το γραπτό"


Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε;
Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου;
Ή να τον σπάσουμε;
Να εξαχνωθεί στη φαντασία
Και άφθαρτο
Ν’ αναδυθεί ένα σύμπαν από λέξεις; Η άμπωτη
Ν’ αφήσει πίσω της κροκάλες αισθημάτων;
Φόβους και όνειρα; (Τ’ απόνερα του ύπνου εννοώ.
Kαι τ’ άλλα, για το αύριο που βαραίνει). Αρχίζοντας
Πάντα το ίδιο ατέλειωτο γραπτό
Μ’ ένα ορμαθό
Από ρυθμούς και εικόνες. Νιώθοντας
Πως τίποτα δεν θέλουμε στ’ αλήθεια - πως
Ενα γραπτό είν’ ένα σύμπαν από τίποτα. Και πως
Αυτό το ατέλειωτο γραπτό
Είναι το γραφτό μας.

______
Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του τίποτα, εκδ. Καστανιώτη, 2013.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Γιώργος Γιαννόπουλος, "Πορτρέτο"



Οι μαστοί της ανθίζουν ελαφρά
πάνω από τα όρια του διαφράγματος
γεύση από ρίζα ανέλπιστου βλαστού

Το κορμί της θυμίζει
το όνειρο του Γκωγκέν στα νησιά

Λούζοντας τα μαλλιά της
από χρώμα φλοιού καλοκαιριάτικου πεύκου
μοιάζει με βικτοριανό νούφαρο
στη μεγάλη έκθεση του Μισούρι
το 1904

Στο κρεβάτι στη στάση του λωτού
ένα κύμα κόκκινου
ερυθριάζει
την κατάλευκη σάρκα της

Τα χείλη της γευστικά
μπισκότα Ουτρέχτης

Ο πεταχτός της πισινός
δροσερό αχλάδι

Οι γλουτοί της γυμνασμένοι
από την ποδηλασία των ονείρων
ξέρουν να σφίγγουν το πάθος
που ζώνει τα σωθικά

Στα γόνατα και μπρούμυτα
μυρίζει δίψα του πρωτόγονου

Κι όταν ανοίγει τα σκέλια της
το γιονί της
χαρίζεται στο μέλι των αισθήσεων
στο λαχάνιασμα του έρωτα
στη ζάλη του οργασμού

Μοσχοβολά τότε το σώμα
κι οι αισθήσεις
καταφάσκουν στη χαρά της ζωής

___
Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, Διαδρομή, εκδ. της αύριον, 2000.


Θόδωρος Καλαμπούκας, "Σαν πρόλογος"


"...Τα ποιήματα σου που αγάπησα γιατί τα καις;
Γιατί τα καταστρέφεις; Μοιάζει μ' αυτοκτονία,
στρέφεσαι ενάντια στον εαυτό σου..."
Από γράμμα του φίλου Γ.Ι.* 


Όταν έχεις συμπληρώσει
μια μακριά θητεία εκτεθειμένος
στον ήλιο και στον άνεμο
παύεις να συγκρατείς
λεπτομέρειες γεγονότων
που άλλοτε θα σου φαινόταν αξιοσημείωτα.

Αργότερα, διαπιστώνεις ότι
χωρίς να τό 'χεις καταλάβει
απόθετες στη λησμονιά ολόκληρα τα γεγονότα.

Γίνεται όπως με τα στεφάνια της πρωτομαγιάς:
Μαραίνονται, στεγνώνουν μέχρι το καλοκαίρι,
ώσπου τις νύχτες του Αϊ-Γιάννη ανάβουμε μ' αυτά φωτιές.

Έτσι, ίσως εξηγείται γιατί ο Νέρων έκαψε τη Ρώμη.
Υποψιάζομαι
ότι βαθιά την αγαπούσε.
Τώρα μπορεί να φανταστεί κανείς
τα συναισθήματα που προκαλεί
η απρόοπτη ανεύρεση ενός φακέλου ξεχασμένου
με σημειώσεις και μικρά χαρτάκια
ιχνογραφημένα με κομμάτια ζωής
καθώς αναδύονται από τη λήθη.

Πολλά απ' αυτά είχαν ξασπρίσει κυριολεκτικά
και κάποια στάθηκε αδύνατο να τα διαβάσω.
Δε μένει αμφιβολία:
Ο καιρός έκανε ευσυνείδητη δουλειά.

Μεγάλωνε η έκπληξη μ' όσα διαβάζονταν.
Ήταν γραμμένα, βέβαια, από το χέρι μου.
Οι σκέψεις έμοιαζαν νά' ναι δικές μου.
Κι όμως, τα γεγονότα ολωσδιόλου άγνωστα.

Σα να' χε από ρωγμή περάσει φως
στο αρνητικό του σκοτεινού θαλάμου.

_
Ο Γ.Ι. είναι ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)

Θόδωρος Καλαμπούκας, Αντοχή των υλικών, εκδ. Αλδε, 2007. 

Δημήτρης Πέτρου, "Πανελλήνια ορειβατική"

 

Ι


Κατεβαίνει βραχνός από τους εφτά ουρανούς
ο αδερφός μου ο Δαυίδ
κι εγώ του λέω, πως έγινες έτσι αδερφάκι μου
ή
τι καιρό κάνει ψηλά στα βράχια;
Απόγευμα όπως πάντα και συμβαίνουν μεγάλα γεγονότα.
Αφού σου το ’πα, μη μου φωνάζεις από μακριά,
είμαι λιγάκι περήφανος,
έλα πιο κοντά με τα καινούργια παπούτσια.
«Γνωρίζω από νεροποντές» θυμώνει ο Δαυίδ,
χρόνια φαροφύλακας στην άκρη,
«γνωρίζω από ταλαντώσεις κι άλλα στολίδια του λαιμού».

Έχεις το ίδιο πρόβλημα με μένα.
Θα σε ονομάσω Χόλντεν, δε θα μιλάς πολύ,
να πάρεις και γάντια.
Μόνο πρόσεξε, μη σου ξεφύγει λέξη μπροστά στα κορίτσια.


ΙΙ


Κατεβαίνει πάλι ο αδερφός μου με τον κόκκινο λαιμό.
Εκείνον τον καιρό έκανα το αγροτικό μου.
Του λέω, κάτσε να σε δω, δε μου μοιάζεις καθόλου.
Θυμάσαι την εποχή με τα Μπρεν και τα στραβά ποδήλατα;
Έκανε πως με άκουγε, αλλά μια μουσική μηρύκαζε τ’ αυτιά του
κι ύστερα είχε πέσει και λίγο σκοτάδι.

Δώσαμε ραντεβού την επομένη στα χωράφια κι έκτοτε δεν τον ξανάδα.
Διορίστηκε στο Ακρινό, μελετητής ήχων του παρελθόντος.

Εγώ τελείωσα τις σπουδές, έφυγα στο εξωτερικό κι όταν γύρισα
έμαθα τη φήμη πως έχω πεθάνει.

______
Δημήτρης Πέτρου, Α' Παθολογική, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013.

Θόδωρος Καλαμπούκας, "κθ΄"


Ποιος χτυπάει την πόρτα;


Σ' αυτό το κτίσμα κατοικείς μονάχος.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος
ώστε να υποθέσεις
ότι
εκτός από τον άνεμο
θα μπορούσε, πιθανώς, κάποιος
να είχε την πρόθεση να μπει.

Λοιπόν, ποιος χτυπάει την πόρτα;

Μέτρησες την απόσταση σε χρόνο.
Και τί θα γίνει αν δεν αποκριθείς;
Μήπως και στη δική σου ακοή
δεν είναι η φωνή σου ξένη;





_______
Θόδωρος Καλαμπούκας, Αντοχή των υλικών

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Γιάννης Βούλτος, "Περιπλάνηση"

ΙΙ

Άδειασα το νου μου
Από στοχασμούς
Για να γεμίσει
Δέντρα που λυγίζουν
Στους αέρηδες

____
Γιάννης Βούλτος, Μαρτυρία, 2014.

Δημήτρης Πέτρου, "Το πορτρέτο της Άννας"



Η Άννα κατάκοιτη
πάνω σε μια νύχτα που απλωνόταν σαν τις φλοκάτες στη βροχή.

Το σπίτι μικρό, τόσο μικρό, που ούτε η σιωπή
έβρισκε μέρος να σταθεί.
Για κουρτίνες είχε το νυφικό της φόρεμα
και στα πολύφωτα κούρνιαζε σκόνη μαύρη σαν ρόγχος
ή σαν θηλιά δεμένη πρόχειρα.

Κάποτε είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο σαλόνι
και οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το πελεκήσουν
κι ύστερα κάθισαν και τους κέρασε γλυκό.

Η Άννα κατάκοιτη
έριχνε στο ποτάμι των μαλλιών της ενθύμια και βρισιές,
για έναν άντρα που αγάπησε τετρακόσια χρόνια
-όσα τα χρόνια που έζησε με την αρρώστια-
με τα βλέφαρα της στο κομοδίνο
σ’ ένα ποτήρι δάκρυα.

Τη μέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο συγκεκριμένο.
Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,
ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών
στον κόσμο των βαριεστημένων.

______
Δημήτρης Πέτρου, Α' Παθολογική, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013.