Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Σταύρος Σταυρόπουλος, Απ' το "Δέρμα"


Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει τις ίνες των φράσεων απ’ τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του σώπασε λέξεις.
Έβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα.

___
Σταύρος Σταυρόπουλος, “Πιο νύχτα δεν γίνεται”, εκδ. Οξύ 2011

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Κώστας Παπαθανασίου, "Ροβινσών"


Χρόνια χελώνες στην αμμουδιά του έρημου νησιού
Τα μάτια του ναυαγού χάθηκαν στη θάλασσα

Σκοτώνει τα πουλιά με τα χέρια του
Και τραγουδάει στον τρομαγμένο ουρανό
Πίνει κρασί κι ονειρεύεται φίδια
Έρωτες στα κόκκινα βράχια

Έδεσε μια σκουριασμένη άγκυρα
Στο γέρικο λαιμό του δέντρου
Γέμισε τις χούφτες του αυγά
Κι έμπηξε στην πλάτη του φτερά

Βασίλης Στεριάδης, "Να σου ρίξω ρετσίνι στα μάτια;"



Αγαπητέ μου Τάσο.
Για να πεθάνω και να ρθω αποκλείεται
Δεν μʼ αφήνει η Κάτια.
Αλλά η Κάτια είναι τρύπια και λιγάκι τρελή
Όπως πέφτει από τα σύννεφα
Στο κουτί με τα κουφέτα.

Εσύ είσαι πεθαμένος και μπορείς και γράφεις
Τρελός όμως δεν είσαι
Οι πεθαμένοι δεν τρελαίνονται ποτέ
Είπε κάποιος πεθαμένος
Έχουν μια γλύκα στʼ αυτιά , μια ώθηση από μέσα
Μια γραφομηχανή.
Έχεις εκείνο το χρυσό συναίσθημα
Από το φλερτ της υδρογείου.

Είσαι άδειος σαν τον νοικοκύρη σου
Το γαλανό νεροχύτη – τι απέγιναν
Τα παλιά σου φλερτάκια, δεσποινίς ουρανέ;

Αυτό το καλοκαίρι
Έχει μια αγάπη για σένα,
Δια παντός αγαπημένος στα σκοτάδια
Λυρική νύχτα με φρούτα στον κόσμο
Και υγραέριο φως

Να μου ρίξεις, αν θες, ένα γήπεδο.
Να μου ρίξεις τα άντερά σου
Να μου ρίξεις καλύτερα ένα ολόκληρο τραίνο
Για την περίοδο της μη στενοχώριας.

Η γενική πλάκα

Και ήθελα να φύγω με τα λεφτά μου
Ή τη ζωή μου.

Φασαρίες και μη φασαρίες

Θα ανεβάσεις πυρετό.

Τις γυρεύεις όταν τρέχεις Αθήνα – Πειραιά
Και τανάπαλιν - τούμπαλιν;
Να μου αγοράσεις μήπως καμιά κοπέλα
Καμιά πέτσινη φιλενάδα;

Μοναξιές από τις μεγάλες μοναξιές σου
Δεν υπάρχει κανείς
ξεφτιλίστηκες. Μαθητή Μιχαήλ
ποιον θα κεράσω φωτεινή μπύρα
που φέρνει γρουσουζιά;

θα ήσουν κίτρινη στην παλιά σου παρέα
κοιμήσου τώρα πιο ήσυχη
όπως στο μεγάλο παγοποιείο.
Είσαι μια όμορφη κοπέλα
Με τη μύτη προς το έλεος της γης
Σα να ψάχνεις για πετρέλαιο.
Γιατί δεν φεύγεις και εσύ όπως οι φίλες σου;
Θα περάσει να σε πάρει το σπίτι σου;
Θα περάσει μήπως κανένα ταξί;
Τι άλλο θα περάσει;

Ένα τραίνο που φεύγει πολύ μακριά
Μια γυναίκα γάτα μου είπε:

Χρόνια πολλά και πολλά φιλιά
Να προσέχεις τα τραίνα που φεύγουν μακριά
Και γίνονται γάτες. Έχεις δύο λεπτά
Γι να μαυρίσεις, δύο γαλλικά μέτρα δικά σου
Πεθαμένος εφʼ όρου ζωής.

Με απαλά νύχια θα περάσεις τη βαθειά πόρτα.
Αλλά μη βήχεις
Θα χαλάσεις το κοστούμι σου
Θα χαλάσεις το πάρτι με τους λοξούς
Κοιμήσου μόνο και μη σηκώνεσαι με τίποτα
Ούτε με ηλεκτρική σφαλιάρα
Ούτε με όλον τον τσιγαρόβηχα της Αθήνας.

Έτσι θα ξαναπετάξεις μέχρι την εταιρία του ουρανού
Και θα φέρεις το μεγάλο εισιτήριο για βαθειά
Και μικρότερα εισιτήρια- αγγούρια
Ούτε για ταλέντα
Ούτε για σινεμά
Ούτε για το ξενοδοχείο του Μάρκου

Γιατί ξέρεις το βάθος, το κόκκινο νούμερο
Και σο βάθος αλλάζουν φανέλες οι ψυχές
«φόρεμα μείνε αεράτο για κείνον»
πεθαμένος ξανά και ξανά
το πρωί θα είσαι ήρεμος
αλλά πρόσεξε το βράδυ.

Βασίλης Στεριάδης, "Ντικ ο χλομός"


Ποιος πηγαίνει το σύννεφο; Πάντως
Κάποιος πηγαίνει.
Οι μαργαρίτες ίσως
Και η Ανάσταση ή
Ο φίλος μου Τάσος, και φωνάζει
Ουρανέ, γιατί πέθανα;
Ουρανέ, είσαι τρύπιος και βρέχεις καρέκλες
Ουρανέ, είσαι από σάλιο.

Αν δεν ήσουν ωραία
Δεν θα ήσουν ούτε ανάσκελα
Θα ήσουν μάλλον η μια από τις εκατό καρέκλες
Στον ουρανό.
Και ο αγαπημένος σου θα ήταν
Μια επαρχιακή μπανάνα σαν τον Ντικ
Μαλόου.

Αγαπητέ μου Ντικ,
Από τις βόρειες επαρχίες
Είσαι ψηλός και Αντρέας και αρχίζει από μ.
Τώρα είσαι ψόφιος ή κοιμάσαι;
Μονάχα μην πεθάνεις στʼ αλήθεια φίλε μου
Και την πατήσεις σαν και εμένα.

Δεν είσαι εν τάξει, ουρανέ μου.
Γιατί σε θέλω με εκατό γαλάζια συκώτια,
Αλλά μάλλον σε θέλω για μεγάλες δουλείες
Ή για θάνατο.

Αγαπητέ μου Ντικ, όταν πεθάνεις
Να μου φέρεις το φιλμ η νύφη περπατάει
Με τα κόκκινα.
Ακόμα φέρε και κανένα κορίτσι
Μου αρέσουν οι λιγνές
Φερʼ ειπείν η Κάτια σου.

Είσαι ψηλός λίγο ασχημάντρας
Αλλά είσαι και ωραίος ανάμεσα στα κορίτσια.
Μου αρέσει που είσαι ασχημάντρας
Δικηγόρε – αθλητή ου
Και πελάτης του θανάτου.

Θα κάνεις μια δυνατή βουτιά
Και θα ξαναβρείς τα φτερωτά μυρμήγκια
Και τα κουβαλάς στο στομάχι μου
Ονομαζόμενος Ταξιάρχης Μιχαήλ στον αιώνα.

Δεν είσαι εν τάξει ουρανέ μου
Να μου φέρεις αμέσως τον Ντικ
Και μερικούς άλλους ψηλούς
Να κάνουμε ομάδα.

Αγαπητέ μου Ντικ, από πότε κουφάθηκες;
Σε ζητάει ο ουρανός για να γίνουμε έντεκα
Να πεθάνεις αμέσως ηλίθιε,
Σου μιλάει ο Τάσος/
Να ψοφήσεις και αλλιώς δεν είσαι φίλος.

Πώς να σε πάρω από το γήπεδο;
Να σου στείλω καλύτερα ένα ταξί
Να σου ρίξω μια σκάλα
Μια βόμβα στʼ αυτιά σου να ξεβουλώσουν

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Ιωάννης Καλκούνος, "Κ."


Με τον Κάφκα ήμαστε συμμαθητές'
έφτιαχνε σαϊτες και τις έκρυβε
μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι.
Ο Καρυωτάκης ήταν καινούριος,
ένα χρόνο έμεινε -περαστικός.
Ο Καμύ ήταν ξένος'
δεν μιλήσαμε ποτέ στο διάλειμμα.
Καλκούνε, στον πίνακα.
___
Ι. Καλκούνος, Δάκρυμα, εκδ. Δρόμων, 2011

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πέτρος Σκυθιώτης, "Εικόνες Rorscach, 6"



Αύριο θα ‘ναι μια Τρίτη σαν όλες τις άλλες
θα έχω κοιμηθεί περίπου τέτοια ώρα
και θα αργήσω στο σχολείο
σύννεφα θα χαμηλώνουν σιγά σιγά
ώσπου να γίνουν ομίχλη
-το τέλειο καμουφλάζ δηλαδή-
θα δώσω ένα σάλτο
να χωθώ βαθιά στην κρυψώνα
κι ύστερα εύχομαι να σηκωθώ
μόνο με λίγο πονοκέφαλο
κι ένα περίεργο όνειρο

___
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/14295/index.html