Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Σοφία Γιοβάνογλου, “Φυτολόγιον Νυκτερινόν” ή “Flora Nocturna. II”



Betula pendula
ή Σημύδα η εκκρεμής

Στη ζέστη των χεριών Σας
φλέγεται ο ύπερος,
κοχλάζει η σπερματική μου βλάστη.

Αρσενικέ γαμέτη μου,
το “μόνοικον της φύσεώς μου”
απειλείτε.


____

βλ. και http://www.poiein.gr/archives/18326/index.html




Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Franz Werfel, "Trinklied"



Όμοιοι με πότες είμαστε,
Πάνω απʼ τον θάνατό μας σκυμμένοι.
Στη σκιά προφάσεων
Θολωμένοι τρεκλίζουμε.
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Χτυπά κάποιος την πόρτα;
Κανένα μυστικό,
Κανείς δεν χτυπά την πόρτα.

Άσε μας να ζήσουμε!
Η έσχατη ματαιοδοξία μας δυναμώνει,
Μας μεθά και μας θολώνει!
Επίτρεψέ μας μας το όμορφο ψέμα,

Την χορτασμένη χώρα!
Από τι άλλο να ζήσουμε;
Δεν έχουμε ιδέα…
Όμως μιλάμε από δω, από κει
Με λέξεις τυχαίες.

Να δούμε δε θέλουμε τις νύχτες
Χέρια που ορθώνονται από ποτάμι σκοτεινό.
Μέσα μας δάσος πυκνό,
Πάνω από κορφές καμπαναριό;
Μακριά, μακριά!
Ζούμε από δω κι από κει.
Δος μας κανάτα με μαύρο ύπνο!
Άσε μας να ζήσουμε,
Κι άσε μας να πιούμε, να πιούμε!

Αλλά αν ξαγρυπνήσετε!
Αν ξαγρυπνήσω πάνω απʼ τον θάνατό μου!
Πως μου φεύγουν τα πόδια!
Κάτω από φτελιές δεν ξεκουράστηκα.
Ούτε κάπου στάθηκα.
Τα δέντρα σκοτείνιαζαν,
Σα δήμιοι προσμέναν τα βράχια!
Ριχνόμουν σε κάθε φωτιά,
Να καώ μʼ ατέλειωτους πόνους!

Του θανάτου μας είμαστε πότες.
Ζεστά μας σκεπάζουν οι λέξεις.
Σούρουπο και βλέμμα στη λάμπα!
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Όχι, κανένα μυστικό!
Κοπιάστε λοιπόν και τραγουδήστε!
Και σεις χορεύτριες με τις καστανιέτες!
Εδώ! Τίποτα δεν ξέρουμε.
Να παλέψουμε θέλουμε να παίξουμε.
Αλλά και να πιούμε, άσε μας να πιούμε!



____
Franz Werfel, «Άσμα της σούρας» (μτφρ. Νίκος Βουτυρόπουλος)

βλ. και http://www.poiein.gr/archives/18203/index.html

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Αντρέι Βοζνιεσένσκι, "Θρήνος για δύο αγέννητα ποιήματα"

Αμήν.


Σκότωσα το ποίημα. Το σκότωσα πριν γεννηθεί. Στο Χάρο!

Το θάβουμε.

Θάβουμε το ποίημα. Είσοδος σε όλους τους άσχετους.

Κηδεύουμε.


Στην μαύρη Οικουμένη σαν εραστές

φαρμακωμένοι

κείτονται δύο ποιήματα,

σαν λευκά κιάλια του θεάτρου.

Δυο ζωές σφίχτηκαν με μοίρα μισερή –

δυο ποιήματα δικά μου

αηδόνια!


Εσείς, άνθρωποι,

εσείς, θεριά,

ρυάκια, όπου γεννήθηκαν

στο Οστάνκινο –

Σ η κ ω θ ε ί τ ε!


Εσείς, της νύχτας φλαμουριές,

Σαν χούφτες στα κλαριά της χειρομαντείας, -

σηκωθείτε,

δρόμοι, στη θλίψη πνιγμένοι

φτάνει πια να ξαπλώνεται στην άσφαλτο,

σαν τρίχες σηκωμένες ψηλά πάνω απ’ την πόλη

σηκωθείτε.


Ανοίξτε, τάφοι,

Σαν πόδια γίγαντα διπλωμένα,

σηκωθείτε κι εσείς –

Θερβάντες, Μπορίς Λεονίντοβιτς,

Μπραμαντέ,

εσείς θα τ’ αγαπούσατε, τώρα όμως δίχως στήριξη είναι,

σηκωθείτε.


Κι εσείς, μέλος του προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ

σύντροφε Γκαζμάτοβ,

σηκωθείτε,

πέθανε η τέχνη, είναι αναπόδραστο

και δεν είναι λιγότερο σοβαρό,

από την ομιλία

στην επέτειο,

σηκωθείτε.

Ο χαμός τους – δικαστήριο. Εμείς – κρατούμενοι.

Σηκωθείτε.


Ω, πόσο θα ‘θελες, ο γιος σου να βαδίζει καθαρός

κι ευθυτενής,

σήκω, μαμά.


Σηκωθείτε κι εσείς στη Σιβηρία,

στην Μόσχα,

στις μικρές πόλεις,

σκοτώσαμε τόσα πολλά

μέσα μας,

πριν καν γεννηθούμε,

σηκωθείτε,

ο Λαντάου, που σκοτώθηκε στον λοξό βοηθό εργαστηρίου,

σηκωθείτε,

ο Κοπέρνικος, που σκοτώθηκε ως αβρότητα προς τον Λαντάου,

σηκωθείτε,

εσείς, κοπελιά στην τζαζ μπάντα,

θυμάστε τις σχολικές μπάντες;

σηκωθείτε,


ηρωικά παλικαράκια που γίνετε ήρωες, αλλά αντί,

σηκωθείτε,

(δεν μιλάω για τους ευνούχους – για τους αυτόχειρες,

για κείνους που ξόδεψαν

τους ιερούς σπόρους),

σηκωθείτε,


Πέθαναν τα ποιήματα. Φίλοι μου στον χαρούμενο

Πανικό -

«Αιωνία η μνήμη!»

Υπουργέ, εσείς ονειρευόσασταν, στο νότιο

Ατλαντικό να ταξιδέψετε,

Αιωνία η μνήμη,

βροντώδης Λιβάνοφ, λοιπόν, που είναι ο άπαιχτος σας

Άμλετ;

αιωνία η μνήμη,

που είναι ο πρίγκιπας σας, γιαγιούλα; Την παρθενία

όμως μπορείτε σε κορνίζα να βάλετε,

αιωνία η μνήμη,

άγουρες σκέψεις, σηκωθείτε σα φλόγα,

αιωνία η μνήμη,

όνειρο και ελπίδα, βγήκες στο αίθριο;

αιωνία η μνήμη ! . . .


Αμήν.

Ενός λεπτού σιγή – σα χρόνοι.

Σωπάσαμε – όλοι περίμεναν τον καιρό.

Ότι σήμερα δε λες, αύριο δε μπορείς

να διορθώσεις..

Αιωνία η μνήμη.


Και της μνήμης της δικής μας, που χάθηκε σαν μαμούθ,

αιωνία η μνήμη.


Αμήν.


Σ’ εκείνον που έφερε τη φωτιά μέσα

απ’ το σπαρμένο χωράφι, -

Αιώνια δόξα!

Αιώνια δόξα!
_______

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
http://samizdatproject.blogspot.gr/2012/06/blog-post_14.html

Στέλιος Θ. Μαφρέδας, "Επαναφορά"



Επιστροφή στις τάξεις των κοινών θνητών
και τα παράσημα στο στήθος
μέταλλα ευτελούς αξίας.
Κάτω απ' τα δίκρανα με δυσκολία περπατάς,
σε θάμνους λέξεων πώς να κρυφτείς
η μυρωδιά του χνώτου σε προδίνει.

Έγκλειστος σε διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών
χωρίς επισκεπτήριο στις καθημερινές συνήθειες.
Ακούς στο ραδιόφωνο
τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού
μα ξένο άκουσμα τα τρίξιμο της πόρτας.

Δρόμοι έρημοι με σκοτεινούς σηματοδότες,
βουβά μεγάφωνα σε όλους τους σταθμούς
-συνθήκες δύσκολες για το ταξίδι'

η ευτυχία σου:
ένα αποτύπωμα χεριού στης θύρας το κουδούνι.


_________
Στέλιος Θ. Μαφρέδας, Υπόκλιση στον αυτουργό, οι εκδ. των φίλων, 2012.

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, "17."


εν ολίγοις

ένα δύσβατο "ώσπου" στοίχειωνε
την πορεία μας

ξαπλωμένα κυπαρίσσια τα χέρια
μπερδεύονταν στα πόδια

δεν υπήρξαμε οι άλλοι
ίσως δεν υπήρξαμε καν

Μάνα,
εμείς πότε θ' ανεβαίναμε
στο σανίδι;

____
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Μισές αλήθειες, εκδ. Μελάνι, 2012.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Γιώργος Λίκος. "Ωδή στους τσακισμένους γλάρους" (Απόσπασμα)



Φωνή του πελάγου
Ατρόμητη, βαθιά
Σ’ άκουσα βουβός!
Κι έπαιξα σκάκι με τους γλάρους
Πάνω στο σύννεφο που μιμήθηκε το πρόσωπό σου
Κερδίζοντας λίγες στιγμές ελευθερίας.
Ποιος αγκυλώθηκε πίσω απ΄την άγρια μουριά
Κι έβαψε τον ουρανό;
Μη τον μετατοπίζεις
τον άσπρο βασιλιά σου
Στην καρδιά του γεννήθηκ’ ένα αηδόνι.

Μίλτος Σαχτούρης, "Κάτι επικίνδυνα κομμάτια"





Κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του ο Θεός


Άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ' αγοράζουν

Εγώ δεν τα πουλώ.

Οι άνθρωποι τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε

Εγώ δεν τα πουλώ.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Αλίκη Ψαχούλα, "Ο Μύλος"



Πάνω στη γλώσσα μου γεύση από τριμμένο ατσάλι.
Ευγνωμοσύνη.
Αυτή η γεύση είναι δυνατό κάλυμμα.
Τίποτα δεν το διαπερνά.
Είναι, βέβαια, δύσκολο να απολαύσω το φαγητό
Μα τουλάχιστον το χωνεύω.
Ένα παράξενο πράγμα συνέβη χθες.
Ξεστόμισα τη λέξη «πεταλούδα»
Και έφτυσα αίμα και δυο φτερά


_________


βλ. και http://www.poiein.gr/archives/17952/index.html


Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Dean Young, "Peach Farm"




I’m thinking it’s time to go back

to the peach farm or rather

the peach farm seems to be wanting me back

even though the work of picking, sorting,

the sticky perils and sudden swarms are done.

Okay, full disclosure, I’ve never

been on a peach farm, just glimpsed

from a car squat trees I assumed

were peach and knew a couple in school

who went off one summer, so they said,

to work on a peach farm. She was pregnant,

he didn’t have much intention, canvases

of crushed lightbulbs and screws in paste.

He’d gotten fired from the lunch counter

for putting too much meat

on the sandwiches of his friends

then ended up in Macy’s in New York

selling caviar and she went home

I think to Scranton, two more versions

of never hearing from someone again.

I’d like to say the most important fruits

are within but that’s the very sort of bullshit

one goes to the peach farm to avoid,

not just flight from quadratic equations,

waiting for the plumber,

finding out your insurance won’t pay.

Everyone wants out of the spider’s stomach.

Everyone wants to be part of some harvest

and stop coughing to death and cursing

at nothing and waking up nowhere near

an orchard. Look at these baskets,

bashed about, nearly ruined with good employ.

Often, after you’ve spent a day on a ladder,

you dream of angels, the one with the trumpet

and free subscriptions to the New Yorker

or the archer, the oink angel, angel

of ten dollar bills found in the dryer

or the one who welcomes you in work gloves

and says if you’re caught eating a single peach,

even windfall, you’ll be executed.

Then laughs. It’s okay, kiddo,

long as you’re here, you’re one of us.


__________

Source: Poetry (June 2012).