Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Δημήτρης Ξυδερός,"Χίλια Χρόνια"


«Κοιτάτε με -
πάνω στο χαρτί έχω σταυρωθεί
με τα καρφιά των λέξεων.»

Mayakovsky Vladimir

στα Σοβιετικά Μοναστήρια
ο Οικοδεσπότης συμβουλεύει:

ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ

είστε σίγουρος Κύριε άποικε;

Στην Αριμάσπεια,
νοσοκόμες Ιέρειες
αλείψανε τα τελευταία Οστά με άθραυστο μύρο

«Υπάρχουν χαρούμενοι άνθρωποι
Χαρούμενοι!

ανάπηροι ανασηκώνονται απ’ τα καροτσάκια τους

δεν υπάρχουν αρρώστιες
δεν υπάρχουν εδώλια
δεν υπάρχουν ντροπές

Τούτο εστί το αίμα μου!
Το σπέρμα μου!
Το έγκλημά μου!

Το δικό σου…»

Είστε σίγουρος
Κύριε,
θα μπορούσα να Τον συναντήσω;

Ή θα αναπαύεται
Χίλια Χρόνια,
σφαγμένος στην Μπανιέρα…

____

Δημήτρης Ξυδερός, «διαΣταύρωση ΧωΡίς φανάρια», Ηριδανός, 2011

βλ. και http://www.poiein.gr/archives/16668/index.htmlA

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Τζούτζη Μαντζουράνη, "Κ"



Καλύτερα έτσι.
Πολύ καλύτερα...
Το σπίτι είναι άδειο και σιωπηλό.
Στο ψυγείο έχουν ήδη αρχίσει να μουχλιάζουν τα τελευταία μας ψώνια...
Κάποιο κομμάτι παρμεζάνας έχει περισσέψει ξερό πια κι'αυτό, μόνο για τρίψιμο κάνει,
αλλά, ποιός μαγειρεύει πιά;
Ενα μισοάδειο μπουκάλι κρασί, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κοντεύει να γίνει ξύδι.
Τα τασάκια είναι όλα στιβαγμένα το ενα πάνω στο άλλο, πλυμένα και καθαρά...
Δεν χρησιμοποιούνται πιά.
Η σιωπή, απλώνει τον ιστό της μαζί με τις αράχνες,
στις μπαλκονόπορτες που έχουν να ανοίξουν από τότε που έφυγες.
Ο κήπος είναι πάντα δροσερός, και ευωδιάζει.Ετσι μου λένε όσοι τύχαίνει και περνούν απ'έξω.
Ο κηπουρός πρέπει να έρχεται πάντα, δεν τον βλέπω ποτέ,
ούτε και εκείνος βλέπει σημάδι ζωής στο σπίτι.
Κι' όμως, μέσα είμαι!
Εδώ!
Ακόμα!
Στο μπάνιο, το μπουρνούζι μου, μιλάει στην μόνη πετσέτα που υπάρχει στην πετσετοθήκη.
κάνουν, το ένα παρέα στο άλλο.
Αυτά δεν αντέχουν να είναι μόνα τους...
Το μαξιλάρι σου, το βράδυ, έρχεται κρυφά προς τη μεριά μου,
να νοιώσει και αυτό λίγο ανθρώπινο κεφάλι, λίγη ανάσα...
μαζεύει και κανένα στεγνωμένο δάκρυ για να 'χει ανθρώπινη επαφή...
Νομίζω σήμερα, είναι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.
Ακούω και μουσικές, απέξω...
Είναι η μέρα της μουσικής.
Στο σπίτι βασιλεύει απόλυτη ησυχία.
Δεν θέλω φασαρία εγώ,
Δεν θέλω κόσμο, δεν θέλω ανθρώπους,
Ούτε άνθρωπο δικό μου.
Η σιωπή είναι μόνο σύντροφός μου.
Καλύτερα έτσι.
Πολύ καλύτερα...
Φαντάσου πως,
σχεδόν κινδύνεψα να σ' αγαπήσω!

_______
Τζούτζη Μαντζουράνη, Τα 24 γράμματα του αλφάβητου, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012.

Δημήτρης Λεοντζάκος, " Στο παράλογο έφιπποι"


Στο παράλογο έφιπποι

– σαν θανάσιμοι ιππείς –

Θα αστράφτει ο χρυσός

Κι αργυρά τα λιοντάρια της νύχτας

Και θα μπούμε στην ύπαιθρο χώρα

Στην πόλη

Και θα μπούμε αναβάτες στη νύχτα

Με ανορθόδοξα δώρα

Με γαλάζια πουλιά

Με λεπτών θηλαστικών μελωδίες

Κλουβιά από θώρακες φονικών φαλαινών

Αλαλαζόντων φιδιών οπτασίες

Πλεγμένοι με κέδρους

Δαιδαλώδεις στολές τιμωρών

Απόκρημνες λίμνες για στέμμα

Και θα έρθουν ραγδαίοι ποταμοί

Θα μας ραίνουν την κόμη

Ροδοπέταλα νεαρών κοριτσιών

Και αυτομάτων λέξεις

Ρημάτων ριπές

Και θα έρθει λοξά η αυγή

– των ζωγράφων!–

Με σκοτάδια στα χείλη

Απαλά θα μας τέμνουν τα στιλπνά της στιλέτα

– νεαροί των ιστών ανατόμοι –

Να ανατείλει το σώμα

Να ανθίσουμε στο αίμα

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Νίκος Καρούζος, "Ομορφαίνω τη μοίρα"


Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ'τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ' όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ' η θρησκεία κ' η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ' οι ποιητές κ' οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ' άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.
____


Νίκος Καρούζος, Ο υπνόσακκος, εκδ. Ζάρβανος, 1964.

Γιώργος Καρτάκης, "συγνώμη ( στη μάνα μου)"


Κλειστό το σπίτι από παντού

μόνο

μέσα τρυπώνει η βροχή βρίσκει διόδους

γλιστράει απαλά ανεμπόδιστα το νερό

στους τοίχους εκεί

αυλακώνει τα μάτια της που με κοιτούσαν

πάντα ερωτηματικά κάτι ζητώντας

πάντα

εισχωρώντας σε ό,τι προστάτευα

ανθρώπινος πόνος και αλήθεια μαζί

που δεν άντεχα

τώρα

της το οφείλω :

ήμουν σκληρός

Κατοικώντας στις πόλεις σε δωμάτια ξένα

κατοικώντας κοντά

μακριά

σ’ ακατοίκητα βλέμματα

χρόνια γεμάτα παύσεις στο τηλέφωνο

ψάχναμε απ’ τα λόγια τα οδυνηρά

κλαίγοντας χωριστά

ο καθένας το κλάμα του

τον ίδιο καημό

ανένδοτοι στη λογική ή στο πείσμα

ή σ’ αυτό που έμοιαζε αιωνιότητα :

το θυμό της πληγής μας

όταν

επέστρεφε απ’ την περιπέτεια

μπαίνοντας στην αυλή ένα γκρέμισμα

δεν υπήρχε γωνιά

μας χτύπαγε η τρικυμία

σχεδόν μαθημένοι πως αυτό ήταν η μοίρα μας

αγκαλιασμένοι στο τέλος

βρίσκοντας επιτέλους ένα νόημα να ανήκουμε μαζί

στις σκάλες

έτρεχε νερό αλάτι έκανε κρύο η φωτιά σβηστή

έπαιζα

με ξύλα αναμμένα

σπρώχνοντας μες στη χόβολη κομμάτια πικρά

μια τεράστια φτώχια

ακαθόριστη

ένας μαύρος δρόμος ξεκίναγε από βαθειά

κι ήταν ο μόνος

δεν ήξερα άλλο

κανένα δεν φαντάζομαι

ίσως φοβάμαι

κάποτε φτάνει μια κραυγή πότε πότε

μα δεν υπάρχει πια

τα σίδερα σπάζοντας το όριο περνώντας

έχει ξεφύγει στα πουλιά

ένας αέρας πότε πότε

ίσως δυο δάκρυα

ό,τι με το χρόνο κατακάθεται και

μοιάζει αγάπη

δυο μάτια θολά


__

βλ. και http://www.poiein.gr/archives/16391/index.html#comment-324594


Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Θοδωρής Ρακόπουλος, "Αγκίστρι"




Στην ελλάδα η στάθμη του αυτονόητου
Χαμηλώνει στο βάρος κάθε μέρας
(τι ωραίες οι θάλασσες)

Αυτόφωτος, σαν ψάρι της αβύσσου
Γυροφέρνει λέξεις βαρίδια
Μολύβι στο λαρύγγι του βάθους

Κάλυκας προσευχή ανεβαίνει
από τον αναπνευστήρα
Μήνυμα ας φτάσει στο βυθό
κι ας το βαστά αγκίστρι.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Νίκος Καρούζος, "Οι άνθρωποι των επιρρημάτων"


Όταν αγγίζω
τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα'
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ’λεγα συναχωμένος κούρος,
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας.

Άννα Αχμάτοβα, "Ρέκβιεμ"


Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
___
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

βλ. και http://tokoskino.wordpress.com/2012/02/18/%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%87%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%B2%CE%B1-%CF%81%CE%AD%CE%BA%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CE%BC/

Κωνσταντίνος Ποζουκίδης, "Αυτόχειρες Σκορπιοί"


Ο κόσμος
Συνήθιζε να μαζεύεται
Τα καλοκαιρινά απόβραδα
Του σαββατοκύριακου
-ενίοτε και τις καθημερινές-
Κυρίως όταν έκανε ζέστη
Τυπάδες κάθε λογής
Emo Trendy
Κάγκουρες και μπάκουρες
Κοπέλες με ανάλαφρα αέρινα φορέματα
Με το ροζ και το μαύρο στο πρόσωπο
Ερωτευμένα ζευγαράκια
Να περπατάνε χέρι χέρι
Και ανέμελα παιδάκια
Μ' ένα αθώο καλαμποκένιο χαμόγελο
Να τα τραβολογάνε
Ξεπεσμένες σαραντάρες
Καπνίζοντας
Όμως κανείς δεν πρόσεχε
Τους αυτόχειρες σκορπιούς
Που αναπαράγονταν στους δρόμους της πόλης
Γεμίζοντας σταδιακά το χώρο

Η κατουρημένη γριά
Σε μια γωνιά της Ναβαρίνου
Μετράει μ' ένα κουτσό χαμόγελο
Τα κέρματα των περαστικών
Κρατώντας ένα μπουκάλι Coca Cola
Στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας
Κάποιος κοιμάται χυμένα
Κι ένα μονόφθαλμο κοπρόσκυλο παραπέρα
Έχει πάρει από πίσω ένα θηλυκό
Από τα μεγάφωνα
Πιο κάτω στην παραλία
Κάποιος μουσάτος μιλάει για τον Αλέξαντρο
Που ήταν τελικά Κινέζος
Κι ο μεγάλος Πάτρωνας
Αγοράζει λουλούδια
Από να διπλανό εφημερεύον ανθοπωλείο
Για να του τα προσφέρει
Απαιτώντας σεβασμό από τον υπάλληλο
-να προσέχεις πως Μου μιλάς άλλη φορά-
Για τον Γιάννη
Δεν έχει σήμερα Ypnosedon
Ίσως καμιά μπύρα
Και καμιά μισοφαγωμένη τυρόπιτα
Που θα βρει στους κάδους
Μπορεί και κάνα τσιγάρο
Κοντά σένα άγαλμα
Κάτι ραπεράδες
Χορεύουν break dance
Ενώ από να διπλανό καφέ
Ακούγεται ξεκάθαρα
Το «Παοκάρα Σαγαπώωω»
-Αν φωνάξω τώρα
Δε θα μ? ακούσει κανείς
____
Κωνσταντίνος Ποζουκίδης, Αυτόχειρες σκορπιοί, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2009.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Νίκος Καρούζος, "Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου"


Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.

Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου.

____

Νίκος Καρούζος, Ποιήματα, 1961.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Δημήτρης Παπαδίτσας, "Βλαδίμηρε"


Εδώ υπάρχουν πολλά πράματα έτοιμα που μπορείς να δεις

μέσα τους την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα


Ξημερώνει απ΄όλες τις μεριές Βλαδίμηρε

Όταν με δεις ν΄ανασαίνω κάθε χιλιόμετρο την ανθρώπινη

προστασία σου

Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν:

δικαιοσύνη

΄Η ένα εκατομμύρια άστρα που τα ψάχνουν άπιστα δάχτυλα

Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου


Εφθασα

Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι

Τώρα το καλοκαίρι μου τα ζητιανεύει μια δροσούλα του

Ιλισού

Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του


Όταν κοιμηθεί το φεγγάρι μες στο Ρήνο φαντάσου την ψυχή μου

Σα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού που περιμένει τον ύπνο του

για παραθέρισμα


Αν ήσουν εδώ το πρωΐ θ΄ακουγες τα κοκόρια και τους γαλατάδες

μέσα στ΄αγουροξυπνημένα αυτιά της γειτονιάς

Υστερα τις εφημερίδες και τα χέρια να τις παίρνουν από τα

μισόκλειστα παράθυρα


Πολλές φορές γελώ με τη συνήθεια π.χ. χτες το πρωΐ

Είχαμε στο τραπέζι ένα φλιτζάνι τσάι παραπανίσιο

Τότε βούτηξα το ψωμί μου στην απέραντη πίκρα του

Κι έτρωγα χωρίς να μπορώ να χορτάσω. Σκέψου τη ζωή μου

Αυτό το βερίκοκο στα δόντια της απουσίας


_____
Δ. Παπαδίτσας, Εντός Παρενθέσεως (1945).

Γιάννης Δάλλας, "Ανατομία, 5"

Γύρισε το κλειδί και καθηλώθηκε στο φως του διαδρόμου Δεν έλπιζε να βρει το σπίτι του σε τέτοια παραμόρφωση Δεν αναγνώριζε τα πρόσωπα που αγάπησε καθώς η φωτεινή λωρίδα του ‘δειχνε κάθετα δάχτυλα σ’ όλα τα χείλη Ίσως και να ξεχώρισε το βλέμμα τους που καταβρόχθιζε την ύλη του αστυνομικού δελτίου Κάποιος αποχωρούσε αθόρυβα και την αναμηρύκαζε σε μια στροφή του διαδρόμου Καθένας με μιαν είδηση στο χέρι του έφευγε σαν τον εφημεριδοπώλη που τον είδε χθες το βράδυ να βουλιάζει μες τα παραρτήματα Προχώρησε κι αντίκρισε τα κάδρα του ως την οροφή αλλοιωμένα Είδε το φως ν’ ανάβει πυρκαγιές τη θάλασσα να χύνεται στο πάτωμα δρόμους να γίνονται αδιέξοδα Και στα τελάρα πρόσωπα που αγάπησε κι αργότερα με υπομονή πολλή συνήθισε Είναι κι αυτή μια παρωδία σκέφτηκε και γύρισε τον διακόπτη του ραδιοφώνου Μα η φωτεινή εκπομπή δεν έσβησε σαν να ‘παθε εμπλοκή ο καθημερινός του χρόνος Κ’ έμεινε ο μόνος αναλλοίωτος μες στις ειδήσεις του Μεσονυκτίου

___
Γιάννης Δάλλας, Ανατομία, εκδ. Κείμενα, 1971

Κωνσταντίνος Καβάφης, "Aς φρόντιζαν"


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Γιώργος Μαρκόπουλος, "Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι "


Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ μάτια.

Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.

____

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Nίκος Εγγονόπουλος, "Μαρσινέλ"


τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα

κι' ο ουραγάν μαίνεται

το τρελλό αναμάλλιασμα των δέντρων

ακολουθεί την ύποπτη σιωπή

μακρυά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια

κι' εδώ η βροχή

ραβδίζει τα πάντα

οι φυλλωσιές ουρλιάζουν

τα δέντρα ορθώνονται να φύγουν

και μέσ' στον αγριεμένο βάτο π' άνοιξε

ίδια ξεστηθιασμένη γριά

η απότομη λάμψη της αστραπής

αποκαλύπτει

τους δυο σάπιους κορμούς δέντρων

που κοίτονται στη λάσπη

- των δύο εραστών τα κορμιά

με τα γυμνά κλαριά σα χέρια

να κουνούν

;φάσκελα

ή κραυγές:

"μάθε να ζης!"

στ' απάγκιο

να το ψωμί πλάι ή γαβάθα π' αχνίζει

να το μαχαίρι

πάρε το μαχαίρι να κόψης ψωμί

παρ' το μαχαίρι

παρ' το μαχαίρι σου λέω εργάτη:

απόψε

να προσέξης απόψε:

τούτη η νύχτα δεν είν' όμοια με τις άλλες!

____
Marcinelle, 1956

Nίκος Εγγονόπουλος

To εργατικό ατύχημα στα ορυχεία της Μαρσινέλ του Βελγίου το 1956

Χούλιο Κορτάσαρ, "After Such Pleasures"


Απόψε ψάχνοντας το στόμα σου σε άλλο στόμα,
σχεδόν πιστεύοντάς το, γιατί έτσι τυφλό είναι αυτό το ποτάμι
που με ρίχνει στη γυναίκα και με βυθίζει μες στα βλέφαρά της,
τί θλίψη να κολυμπάς στο τέλος προς την όχθη του λήθαργου
γνωρίζοντας πως η ηδονή είναι αυτός ο ποταπός σκλάβος
που δέχεται τα κάλπικα νομίσματα, τα κυκλοφορεί χαμογελώντας.

Λησμονημένη καθαρότητα, πόσο ήθελα να διασώσω
αυτό τον πόνο του Μπουένος Άϊρες, την αναμονή αυτή
χωρίς παύσεις ούτε κι ελπίδα.
Μόνος στο ανοιχτό μου σπίτι πάνω στο λιμάνι,
πάλι ν΄αρχίζω να σε επιθυμώ,
πάλι να σε βρω στον καφέ του πρωϊνού
σαν να μην τόσα πράγματα αναπόφευκτα
είχαν συμβεί.
Και να μην πρέπει να θυμάμαι αυτή τη λησμονιά που ανεβαίνει
για τίποτα, για να μου σβήσει από το μαυροπίνακα τα σκίτσα σου
και να μη μου αφήσει παρά ένα παράθυρο χωρίς αστέρια.
____
μτφρ. Β. Λαλιώτης
βλ. και http://giorgosmixos.blogspot.com/2012/02/after-such-pleasures.html

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Σταύρος Αμπελάς, "Προτεραιότητα"


Οι δρόμοι
γίναν νεκροταφεία.

Στα σταυροδρόμια
έξαλλοι νεκροί
καυγαδίζουν
για την προτεραιότητα
στο θάνατο.
___
Σταύρος Αμπελάς, Ποίηση 1993-2007, Ζάκυνθος, 2011.

Νίκος Ερηνάκης, "στη θάλασσα θα βρεθούμε"

με βαραίνει τόσο πολύ το άδειο

βυθισμένος στο ασχημάτιστο

δεν μπορώ να αντέξω το σχήμα σου

η αυθυποβολή είναι

η ισχυρότερη φυλακή μου

δεν μπορώ να δω ακόμα

όσα θα ήθελα να βλέπω


δεν θα μας αγγίξει ποτέ η ασχήμια


στη θάλασσα θα βρεθούμε

σε μορφές νερού


κι όταν θα έχουν όλα απομυθοποιηθεί

τότε θα σου μιλήσω για την αγάπη

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Nίκος Ερηνάκης, "είσοδος"


γύρνα τον καθρέφτη προς την πόρτα
όποιος μπαίνει, να μπαίνει στο μέσα του
οτιδήποτε θα ήθελα να ξέρω
είναι ήδη γνωστό
γιατί είμαι το δευτερόλεπτο
στην αιωνίοτητα σας
______
Νίκος Ερηνάκης, Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου, εκδ. Ροές, 2009.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

"ΕΙΣ ΥΙΟΝ (2ο)"


Εσύ, παιδί μ’ εκίνησες να πας ‘ς τον κάτου κόσμο,
κι αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη·
παιδάκι μου, τον πόνο σου, που να τον απιθώσω,
που κι αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι αν τον αφήσω ‘ς τα κλαριά, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι αν τον αφήσω ‘ς τα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια·
που να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε ‘ς τη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουν ‘ς τον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουν ‘ς τη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω ‘ς την καρδιά γλήγορα σ’ ανταμώνω.

_____
βλ. και http://www.polyphonic.gr/index.php?option=com_kunena&Itemid=138&func=view&catid=8&id=33&lang=el

Κώστας Σφενδουράκης, "Έλαιον"


Λαφραίνουν τα ποιήματα τις νύχτες
ο ύπνος ο βαθύς όταν με παίρνει
του ρολογιού σαν σταματούν οι δείχτες
κι ο αέρας στο κρεβάτι μου τα φέρνει...

και μπαίνουν απ' τους πόρους στ' όνειρό μου
το βλέπουν, το αγγίζουν, σουλατσάρουν
και στέκονται στο τέλος κάθε δρόμου
απ' τον καπνό του ονείρου να φουμάρουν.

Μα όταν έρθει η ώρα να χαράξει
κοπάδι, στα χαρτιά τους επιστρέφουν
αμίλητα, ακούνητα, σε τάξη
χωρίς να μου μιλούν ή να μου γνέφουν...

μια αίσθηση μου μένει, ένα χάδι
μια επάλειψη στο μέτωπο από λάδι.
_____
Κώστας Σφενδουράκης, Νίκη των τετριμένων, εκδ. Βακχικόν, 2012.


Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Θωμάς Ιωάννου, "Χρόνιο περιστατικό"


Ήρθε η Κ. κρατώντας

Σ΄ ένα δίσκο γραμμοφώνου το κεφάλι μου

Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής

Καθώς το στόμα μου τραύλιζε

Ένα τραγούδι για κωφαλάλους


Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της

Και ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται

Με τόση ορμή

Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του


''Είδες πώς ακούγεται'' μου 'πε η Κ.

''Παρά τη σκόνn αιώνων

Που' χει μαζέψει πάνω του

Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε''

Έκλεισα τα αυτιά μου

Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου

Κι έμεινα εκεί να αρρωστήσω κι άλλο

Με την πάρτη της


Χρόνιο περιστατικό εξάλλου

Τι δουλειά έχω εγώ

Να τρέχω στα επείγοντα

Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν

Κάτω από τη ζωή τους

Λες και θα προλάβουν το θάνατο


Με εκείνους που τρέχουν

Προς την έξοδο κινδύνου

Ξεχνώντας πως απ' το σώμα του

Δεν ξέφυγε κανείς


' 'Κλαις; '' με ρώτησε

''Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου''


Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας

Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων


''Δεν είναι τίποτα

Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου

Μη σταματάς

Συνέχισε να χορεύεις

Το κομμάτι τα σπάει''
_____

Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011.