Θέτει τάξεις όπως τις σκέφτεται.
Όπως κι η αλεπού και το φίδι.
Είναι μια σχέση γενναία.
Κατόπιν χτίζει καπιτώλια και στους
διαδρόμους τους,
Λευκότεροι του κεριού, βροντώδεις,
όπως και η φήμη του,
Εγκαθιστά αγάλματα ανθρώπων λογικών,
Που υπερβήκανε την πιο σοφή
κουκουβάγια, τον πιο πολυμαθή
Των ελεφάντων. Αλλά το να θέτεις
δεν σημαίνει
Να ανακαλύπτεις. Να ανακαλύπτεις
μια τάξη όπως μια
Εποχή, να ανακαλύπτεις το καλοκαίρι
και να το ξέρεις,
Να ανακαλύπτεις τον χειμώνα και
να το ξέρεις καλά, να βρίσκεις
Κι όχι να θέτεις, διόλου να μην
εκλογικεύεις,
Από το τίποτα να εισέρχεσαι στον μείζονα
καιρό,
Είναι δυνατό, δυνατό, δυνατό.
Πρέπει να είναι
Δυνατό. Πρέπει να είναι εντός του
χρόνου
Που η πραγματική θέληση κατάγεται από
ακατέργαστες αναμίξεις,
Ομοιάζοντας αρχικά, ένα κτήνος
χυμένο, ανόμοιο,
Ζεσταμένο από γάλα απελπισμένο. Για
να βρεις το πραγματικό,
Να ξεγυμνωθείς από κάθε μυθιστορία
εκτός από μία,
Την μυθιστορία του απόλυτου − Άγγελε,
Έσο σιωπηλός στο φωσφορίζων σύννεφό
σου και άκου
Τη φωσφορίζουσα μελωδία του κατάλληλου
ήχου.
μτφρ. Πέτρος Γκολίτσης
VII
He imposes orders as he thinks
of them,
As the fox and snake do. It is
a brave affair.
Next he builds capitols and in
their corridors,
Whiter than wax, sonorous,
fame as it is,
He establishes statues of
reasonable men,
Who surpassed the most
literate owl, the most erudite
Of elephants. But to impose is
not
To discover. To discover an
order as of
A season, to discover summer
and know it,
To discover winter and know it
well, to find
Not to impose, not to have
reasoned at all,
Out of nothing to have come on
major weather,
It is possible, possible,
possible. It must
Be possible. It must be that
in time
The real will from its crude
compoundings come,
Seeming at first, a beast
disgorged, unlike,
Warmed by a desperate milk. To
find the real,
To be stripped of every
fiction except one,
The fiction of an
absolute—Angel,
Be silent in your luminous
cloud and hear
The luminous melody of proper
sound.