Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011
Κυριάκος Ραμολής, "Τρίσβαθα"
Απόψε δε βήχει ο φύλακας
και η πόρτα μας δεν τρίζει
Θα ανοίξουμε λοιπόν μια κονσέρβα
κι επιτέλους θα σκύψουμε πάνω της
...όπως σκύψαμε άλλοτε
πάνω από το πηγάδι
της φωτεινής -ως λεν- συνείδησης
ανασύροντας το έγκλημα
μες στο σκουριασμένο κουβά του
νερό γλυφό που δρόσισε
τα ακροδάκτυλά μας
___
Κυριάκος Ραμολής, Εσωτερικό σωλήνα, εκδ. Πανοπτικόν, 2008
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011
Τεό Σαλαπασίδης, "Χωρίς τίτλο"
Έπειτα πέρασαν όλα.
Έπειτα τα ξεπούλησε όλα στη Γερμανία.
Υπάρχουν ακόμη δυό ή τρεις που τον θυμούνται.
Είναι οι επαγγελματίες της μνήμης και των άλλων συναναστροφών.
Σας έλεγα: προσοχή!
(Είναι αλήθεια πως είπατε να προσέχετε
και μένα τον ίδιο)
Το σπίτι του είναι ταριχευμένο - προσοχή!
Έπειτα πέρασαν όλα
Ο έρωτας τον κυνήγησε ακριβώς
Με ύφος αστυφύλακος που κυνηγά μικροπωλητές
Εσείς όμως κάνατε καριέρα τότε και δεν
αντιληφθήκατε τίποτε.
___
Αργύρης Χιόνης, "Εκδοχές του τέλους, Ι"
Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,
πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,
στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.
Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος...
Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί˙
η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη˙
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.
_________
Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010.
Το παραπάνω ποίημα με τον τίτλο «Ο στρατηλάτης»
έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τχ. 79, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2007.
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
Tomas Tranströmer, "Φυλακή"
Παίζουν μπάλα
ξαφνική αναστάτωση –η μπάλα
πήδηξε τον τοίχο.
Κάνουν συχνά φασαρία
για ν’ αναγκάσουν τον χρόνο
να κυλά πιο γρήγορα.
Ανορθόγραφη ζωή –
η ομορφιά επιβιώνει στα
τατουάζ.
Όταν πιάστηκε ο δραπέτης
είχε τις τσέπες του γεμάτες
μανιτάρια.
Ο θόρυβος των εργαστηρίων
και τα βαριά βήματα των παρατηρητηρίων
ξάφνιασαν το δάσος.
Η πόρτα σύρεται στο πλάι
βρισκόμαστε στην αυλή του ιδρύματος
αρχίζει νέα εποχή.
Οι λάμπες του τοίχου ανάβουν –
ο νυχτερινός αεροπόρος βλέπει ένα σημάδι
από εξωπραγματικό φως.
Νύχτα –περνά μια
νταλίκα, τα όνειρα των
τροφίμων τρέμουν.
Το αγόρι πίνει γάλα
κι αποκοιμιέται ασφαλές στο κελί του,
μητέρα πέτρινη.
[μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου]
____
Εννιά χαϊκού από το αναμορφωτήριο του Χέλλμπυ
βλ. και http://teflon.wordpress.com/2011/10/10/%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%83%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CF%81-%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%AE/
Νίκος Ερηνάκης, "λάθος ουρανός"
κάθε που πεθαίνει ο ήλιος
κρύβεται
μην και φανεί αδύναμος
μην και αλλαξοπιστήσουμε
είναι που γνωρίζει πως όλα θα υποχωρήσουν
αργά, φτηνά, σχεδόν εξευτελιστικά
με έναν τρόπο ανούσιο
τόσο που θα μας αφήσει αδιάφορους
η σύνδεση μας με το μάταιο
η έκσταση προκαλεί θόρυβο μα ποτέ φασαρία
πολύ αργά.
όλα είναι μια ακαταστασία.
το χάλασμα σου είναι
από τα πιο όμορφα χαλάσματα που έχω δει
___
Νίκος Ερηνάκης, “ΣΥΝΤΟΜΑ Όλα ΘΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΘΑ Φωτίζουν ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ”, (Ροές, 2009)
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011
Γιάννης Πατίλης, "Δεν ξέρω τον κόσμο..."
Leopoldo Maria Panero, "Πέφτουνε στο ποτάμι οι βαρκάρηδες του Βόλγα"
Στη μέση στο ποτάμι με συνοδεία φωνές
σπινθηροβόλες ξαφνιασμένων παιδιών
στο Βόλγα πέσαν οι βαρκάρηδές του.
Απαλά έχει καθήσει το φεγγάρι
στων δέντρων τις κορυφές απάνω
και τα κουάξ των βατράχων προσθέτου σιγή μες στη νύχτα.
Γλιστράνε τα ποντίκια στις σκουριασμένες ράγες,
παρατημένοι μόλοι, λιμάνια ερημωμένα.
Με συνοδεία φωνές
σας αστραπές μες στο γαλήνιο αγέρι
από βαλτίσιες ναυτοπούλες πιτσιλισμένες για πάντα,
στο Βόλγα πέσαν οι βαρκάρηδές του.
-----------------------------
(μετάφραση Ηλίας Ματθαίου)
Ευχαριστώ τον Αντώνη Ψάλτη
Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011
Θoδωρής Ρακόπουλος, "Μικρού μήκους"
___
βλ. και http://www.e-poema.eu/poem.php?id=348
Γιάννης Δάλλας, "Μαρσύας"
Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει
Ώσπερ η του Μαρσύου.
Ευθύδημος, 285 D
Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη
Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
κι ύστερα
-θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι-
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούργια μουσική καινούργια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ-ταμ
και τα σαξόφωνα
___
(Αποθέτης, εκδ. Συνέχεια 1993 και εκδ. Γαβριηλίδης, 2η έκδοση, 2005)
Μίλτος Σαχτούρης, "Ορυχείο"
Σου γράψω γεμάτη τρόμο μέσα από μιά στοά νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα
μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα
Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα
Να με θυμάσαι
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011
Χριστόφορος Λιοντάκης, "Μετανάστης"
Δίχως γλώσσα, μόνο τα χέρια και τα μάτια
στο άσυλο του πλήθους το πρόσωπό του ανθεί.
Στην πλαστική σακούλα ένα λευκό μπλουζάκι
λερωμένο, τα αθλητικά πλυμένα και περπατά
με της φιλανθρωπίας τα παλιομοδίτικα.
Κάτι χαρτιά μάλλον σε τίποτα δε χρησιμεύουν.
Με ένα κομμάτι πίτα κερασμένη, χαμογελά.
Το νάιλον στα χέρια του δεν τρίζει, στα γόνατά του
το γυαλιστερό γίνεται λαμπερό –ένα ταμείο γαλήνης.
Η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές
κι η διαλεκτική τρεκλίζει.
___
Από τη συλλογή Με το φως,
εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1999
Νίκος Βουτυρόπουλος, "Όμως σ’ άλλους θεούς δεν πίστεψα...
Όμως σ’ άλλους θεούς δεν πίστεψα, μόνο σ’ ό,τι μ’ έκανε να γελώ ή να κλαίω, σ’ ό,τι επίμονα ζητούσα να γνωρίσω, σ’ ό,τι θέλησα να επαναλάβω… Η μάνα γη κρατάει αποστάσεις. Τα μυστικά οφείλονται στην άγνοια. Τα λόγια ξεστράτησαν, κι οι κανόνες μας αργοναύτες της σκέψης περιφέρονται μες την υδρία ατέλειωτων προβλέψεων. Ήρθε ο καιρός να εμπιστευτούμε τη νύχτα… Αν είναι ν’ αντιγράψεις, τουλάχιστον μην αντιγράφεις τη φτήνια. [...]
___
Νίκος Βουτυρόπουλος, Μονοί Λόγοι, εκδ. Ενδυμίων, 2o11
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, "Ο χρόνος του ερωτευμένου"
Ο χρόνος είν' αλλιώτικος για τον ερωτευμένο
δεν είναι πραχτικός,
χωρίς αποτέλεσμα λήγουν οι στιγμές.
Το μέλλον φτιάχνεται με τα πιο ωραία θέματα
της χτεσινής αγάπης
για θάνατος λογιέται ο χωρισμός,
όταν τελειώσει το αίσθημα
δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ως ν' απαντήσω στον μπακάλη
πρωτοχαιρετιστήκαμε
και μέσα άρχισε ξανά
ο διάλογος με σένα
ευφορία - πρώτη φωνή αναγνώρισης,
φεύγω ανάλαφρη με τη σακούλα
αν έχεις προλάβει να μ' αγγίξεις
σκυφτή - αν έχει ξανάρθει
το φοβερό βλέμμα τ' αποχωρισμού.
Αδειάζω, όλ' αδειάζω
τη στιγμή απ' το παρόν
και μπαίνω σ' άλλο τώρα,
πηχτό κι αδιαίρετο.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, "Λέει η Πηνελόπη"
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ' το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ' από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
- απουσία από τη ζωή -
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
"που είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες"
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα' σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ΄χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
-εκλεκτή γιατί τη διάλεξα-
θα' ναι πάντα αλλού
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν' αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πως λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πως δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
___
βλ. και http://www.greece2001.gr/writers/KaterinaAggelakiRouk.html
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
Κώστας Δεσποινιάδης, "Ο τσαλαπετεινός"
Το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ήμουν κυνηγός και σκότωσα έναν πανέμορφο τσαλαπετεινό. Εγώ, που ποτέ μου δεν έχω πιάσει όπλο κι απεχθάνομαι το κυνήγι, ένιωσα στο όνειρό μου μια σαδιστική ικανοποίηση που σκότωσα το αθώο πουλάκι.
_____
Κώστας Δεσποινιάδης, Νύχτες που μύριζαν θάνατο, εκδ. Πανοπτικόν, 2010
Σωτήρης Παστάκας, "Έτσι όπως..."
πένητες από σπίτι σε σπίτι,
τρώγοντας τα σωθικά μας
και πίνοντας φθηνό κόκκινο
κρασί που μας βάφει
τη γλώσσα, μοιάζουν
οι συναντήσεις μας
συσσίτιο φιλόπτωχου ταμείου
παρά μ’ εκείνες του Συμποσίου.
Αν και οι ιδέες δεν μας λείπουν,
ούτε οι αυλητρίδες. Που και που
μας τιμά, μάλιστα, με την παρέα της
η Διοτίμα.
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011
Στέργιος Μήτας, "Μισθός, αξία, κέρδος"
Αλλόγλωσσες οι μέρες, όμοιες, όπως τα πλήκτρα
γραφομηχανής. Γράφουν μηχανικά: την καλύπτρα
τους υφαίνουν. Η μέρα μετανάστρια: ιδρώνει αμισθί.
Δεν αναμένει επισκέψεις. Μόνο (ίσως) τον κομιστή:
μιας νέας ημέρας. Όμως, του ιδρώτα σου το θειάφι
κάποια νυκτερινή αλχημεία: το τρέπει σε χρυσάφι.
___
βλ. και: http://ekebi.wordpress.com/2011/09/14/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-3-%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%AE%CF%84%CE%B1%CF%82/
Σπύρος Αραβανής, "Εξημερώνοντας το φως"
Το στόμα μου ανοίγει στο ύψος της πείνας του
Να εξημερώσει το φως
Άλλες φορές χάσκει σαν ανοικτό παράθυρο
έτοιμο να στροβιλίσει εντός του
Όλες τις φωτεινές διαθλάσεις των ωρών
άλλοτε σαν κλειστο ευαγγέλιο
δέχεται τις αχτίδες του ήλιου
Μόνο από τις χαραμάδες του σελιδοδείκτη.
Παλεύω, όσο θυμάμαι να εξημερώσω το φως.
(…)
__
Σπύρος Αραβανής, Η ιστορία ενός ανθρώπου, εκδ. Μετρονόμος, 2011
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011
Μίλτος Σαχτούρης, "Τα δώρα"
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μιά γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011
Γιώργος Αναγνώστου, "Φήμες"
Γιώργος Μακρής, "Απλός λόγος"
Υπάρχει εκτός των άλλων κι ένα τραίνο.
Κοιτάζω πάντα προς τα πίσω
ν΄ απομακρύνουνται τα΄ άγνωστα τούτα ζώα.
Είμαι χαρούμενος συχνά
που δεν αφήνουμε ίχνη.
Εσείς οι άλλοι μη μιλάτε
Το παιδί αυτό απεβίωσε χθες
και στην πόρτα ο ανίδεος επισκέπτης
βαστάει το ψάρι του δεμένο
με το πράσινο βούρλο.
Τι άραγε κερδίσαμε
ταχτοποιώντας τις χρονολογίες;
Μάθαμε αυτό και το είπαμε
δημιουργώντας κάποιες ιδέες.
Το είπαμε ο καθένας
με τη σειρά.
Όπως υπάρχει μια ψηλή ξυλένια σκάλα
και κόπος πολύς.
Και κάποτε ένας σκύλος σήκωνε
το πόδι του
άμα το επιθυμούσατε.
[1942]