
Στις στιγμές τους ανήκουνε
Τα λόγια του χθές.
Σπασμένα στεφάνια φωνασκούν
Θόρυβο λευκό.
____
Στα τέσσερα ύψη ψέματα
Χάθηκε το λιόγερμα
Ένα τιτίβισμα κουρνιάζει
Και τη νύχτα ξυπνά
____
Γιώργος Πρίμπας, Ολιγόγραμμα ΙΙ, εκδ. Βακχικόν, 2012
Eκλεισα την πόρτα και, αβίαστα,
κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά
της ίδιας σκάλας προς τοn δρόμο,
προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια
πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.
Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα.
Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ.
Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι.
Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα,
θα 'χα αλλάξει μόνο σκάλα,
διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει,
συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.
Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς.
Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.
____
μτφρ.: Βιργινία Χορμοβίτη
βλ. και http://www.poema.gr/poem.php?id=342&pid=
Πάνω από τη λέξη είμαι
Το πρόσωπό σου
Που έπλυνες
Ενα πρωινό του Δεκέμβρη
Σ' έναν σπασμένο νιπτήρα στο Παρίσι
Ή κάποια αρχή Αυγούστου
Στη Μαδρίτη
Ενα ποίημα που κάνει τον κινέζο
Δηλαδή
Πάνω από τη λέξη
Είμαι
Σκόντο
Στην ευρυμάθεια
Ξέρεις τον αετό
Τη νυχτερίδα
Το σπουργίτι
Κι όμως
Τραβάς μεγάλο ζόρι
Από τον τρόπο
Που πετάω.
_________________________________________________________
Ποίημα από την υπό έκδοση συλλογή «La Chope Daguerre & Ποιήματα Κελύφους», Κέδρος 2012
βλ. και http://www.poema.gr/poem.php?id=353
Ανεμίζουν μαντίλια,
λευκές σημαίες του αποχωρισμού΄
πάνω στα τελευταία βαγόνια
πηδά η συγκίνηση
κι η ανάμνηση ακολουθεί
τη γραμμή του καπνού στον ορίζοντα–
ό, τι απομένει
είναι τα χιλιόμετρα μελαγχολίας
απ’ τις ράγες.
Τώρα που αρχίζουμε με λέξεις
να στήνουμε γέφυρες,
ξέρει να γράφει γράμματα η μοναξιά-
γέφυρες που ταλαντεύονται παράξενα
κάτω απ’ το βάρος της απόστασης.
Τώρα που αέρας ανοίγει την πόρτα
τρίζει η μοναξιά
τους μεντεσέδες.
___
μτρφ. Γιώργος Καρτάκης
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/16356/index.html
Ezra Pound, "Canto XLV " from The Cantos of Ezra Pound, New Directions Publishing Corporation, 1993
Εγώ που δεν τραγούδησα
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
ούτε τραγούδησα
το λυγμό που έχει
το βάθος ενός χαμόγελου
το προφίλ στα τρία τέταρτα,
την κρυμμένη γωνιά
στο μυαλό μου,
τους κόκκινους λεκέδες
στο σεντόνι της θάλασσας
όταν το αεράκι σηκώνει
μία προς μία τις ρυτίδες
του εγκεφάλου μου,
μία προς μία τις προσωπικές μου
απώλειες-μπερντές
που κοκκινίζει
μια στιγμή πριν πάρει φωτιά.
Το ορατό φως.
Τις πέντε αισθήσεις.
Τους εκατόν πέντε
κατοίκους της Ηράκλειας.
Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.
Τις αμέτρητες μπύρες.
Τα μετρημένα καμπάρι
μέσα από τις ανταύγειες τους.
Μια βαλίτσα, ένα καπέλο
κι ένα διαζύγιο.
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ.
Ένα διαζύγιο
και πάμπολλες ομπρέλες.
Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι.
Θέλω να βλέπω τη φέτα
του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει
σε αντιστοιχία με τη δική σας
τακτοποιημένη απόλαυση.
Δώστε μου ένα μεγάλο σαγκουίνι.
Μην τραγουδάς, τραγούδησες
όσα σου δόθηκαν. Τραγούδησε
τα παιδιά που παίζουν ακόμα
στις δέκα το βράδυ, μόνον
οι φωνές τους ακούγονται
στο προαύλιο της Εκκλησίας,
Μεγαλοβδόμαδο κι ακόμη πιο μακριά
γαυγίσματα αδέσποτων σκύλων.
Δεν έχουν τελειώσει ακόμη
το παιγνίδι, το δικό μου
μόνον τέλειωσε γιατί δεν με παίζουν.
Ένα-ένα καλώ τα παιδιά
με τα ονόματά τους
Ηλία, Αλέξη, Κωστή, Αίγλη
κι ούτε ένα να μου γυρίσει πίσω
τη φωνή. Αναπάντητα ονόματα
ενός που δεν έγινε πατέρας.
Δεν τραγούδησα την πατρότητα
βεγγαλικό που δεν σκάει
το περιεχόμενο στ’ αρχίδια μου
τη νύχτα, αποτυχημένος
κι άσφαιρος νύχτα χωρίς βεγγαλικά,
πυροτέχνημα που δεν έσκασε,
και δεν πυρπόλησε σκοτάδια,
απλό κόκκινο φωτάκι πορείας.
Δεν τραγούδησα την οδήγηση.
Ούτε οδήγησα κανέναν κάπου:
αποτυχημένος ψυχίατρος αλκοολικός,
μόνον ακολούθησα τις σπίθες
φωτιάς που έβγαζαν απ’ τα μάτια τους
οι φίλες και οι φίλοι-μέγιστη
υποχρέωση κι αν δεν την τραγούδησα
τη ζωή, να τη σέβομαι
να την ακολουθώ,
να την προσπερνώ,
να την αφήνω να τρέχει ξωπίσω μου,
να την αφήνω να τρέχει έμπροσθέν μου.
Φώτα πορείας δεν έχει η ζωή
πέφτουν στον πιο βαθύ γκρεμό
όσοι την πάρουν στο κατόπι.
Δεν τραγούδησα τα φώτα πορείας,
απ’ τη μικρή στη μεγάλη σκάλα
τους προβολείς μου άλλαξα
και πάλι δεν βλέπω τους φίλους μου
δεν βλέπω κανέναν:
ανορεξία, αλκοόλ, κι αϋπνία.
Εφιάλτες μόνο βλέπω
μπροστά μου: προβλέπω
και δεν το ’θελα αυτό το χάρισμα,
τρόμαζα και πίεζα να το πνίξω,
μάντης κάθε προσωπική μου
απώλειας στο μέλλον,
όπισθεν δεν έχει η ζωή.
Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω
το φόβο ούτε την έκβαση
της κρίσης, ούτε έγραψα ποτέ μου
πως κόκκινο ήταν το αεράκι
που σμίλευε ρυτίδες
στο σεντόνι της θάλασσας.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινο
το αδηφάγο στόμα μου
όταν καθόταν πάνω στο στόμα της.
Δεν είπα πως ήταν κόκκινα
τα χέρια που αγκάλιαζαν
το κορμί της-δεν τα τραγούδησα.
Δεν τραγούδησα τα δικά της
κόκκινα χέρια, τα κόκκινα
χείλη της, τα έμμηνα
που έσταζαν απ’ το μουνί της,
τα στοπ που άναβαν
εδώ κι εκεί στο κορμί της,
δεν τραγούδησα
τον πορφυρό της έρπητα.
Δεν τραγούδησα τις απαγορεύσεις.
Μόνον αυτά που εισέπραττα.
Τραγούδησα το λυγμό μου
που είχε το βάθος ενός χαμόγελου.
Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά
που κρύβει μέσα της βαθειά
κόκκινο άγριο χρώμα,
το αίμα που έφτυσα
όσο μακριά μπορούσα
να δω προς τα πού φυσάει
ο άνεμος να καθορίσει
την κατεύθυνση
τον προσεχή προορισμό μου.
Δεν έγραψα για τη χαρά.
Δεν μου δόθηκε τελικώς
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο
και δεν σας το μαρτυρούσα,
μόνον έβαφα κόκκινα αυγά
για να σας ξεγελάω. Έβγαζα
κόκκινες φωνές. Κατάπινα
κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα
την κόκκινη στολή του κλόουν
να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ
την άχρωμη ζωή μου, αμφιβόλου
ρέζους ως και η ομάδα μου:
μηδενική μ’ αρνητικό πρόσημο.
Λευκές ρίγες, κόκκινες ρίγες
Τελικά ως και το αίμα μου
δεν θα μπορέσετε να μου χαρίσετε
αν παραστεί ανάγκη, να ξέρετε
πως θα βιαστώ να σας καληνυχτίσω.
Τα παιδιά δεν τέλειωσαν
ακόμη το παιγνίδι τους,
κόκκινη απριλιάτικη νύχτα
κι ας τελειώνει για μένα εδώ
το ποίημα.
___
(από την ανέκδοτη συλλογή "Παραπάτημα στη Χαρά", που θα κυκλοφορήσει το Μάρτιο 2012
από τις νεοσύστατες εκδόσεις "πΟΙΕΙΝ")
Δώδεκα χρόνια κι όμως ακόμα
χορεύει φρέσκια μέσα μου
η απώλεια χέρι χέρι με τη μνήμη.
Με πέταξες με το ένα χερί στα βαθειά
και φώναξες,
κολύμπα
εγώ είμαι εδώ.
Μετά δολώσαμε το πολυάγκιστρο και
είπες απομακρύνσου..
Σε παρατηρούσα να στριφογυρίζεις
την πετονιά σα λάσσο
και να τη στέλνεις στα άπατα.
Τίποτα δεν με τρόμαζε,
ούτε καν η σκιά
μισού αιώνα που μας χώριζε.
Με ανέβασες σε ένα ποδήλατο
χωρίς βοηθητικές- δεν χρειάζεσαι δεκανίκια
- και με έσπρωξες να φύγω.
Όταν επέστρεψα με αίματα σε γόνατα κι αγκώνες
είπες την επόμενη θα πας πιο μακρυά προτού να πέσεις.
Τόσα βιβλία που μαλώναμε ποιος θα διαβάσει πρώτος
τώρα βαρετά ανοίγουν τις σελίδες τους σε έναν αναγνώστη.
Μου λείπεις, δεν ξέρω τι άλλο να σου πω.
Ευχαριστώ και συγνώμες εμείς δεν είχαμε ποτέ.
Ότι είμαι εσύ, μόνο που εσύ δεν είσαι πια,
και δεν είναι
πως δεν σηκώνομαι κάθε φορά που πέφτω
είναι που απλώς καμιά φορά
δεν ξέρω κατά που να πάω …
___
βλ. και http://antipoihsh.wordpress.com/2010/03/29/12-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1/
Στον Ι.Μ.
“Ζούμε για την ίδια τη ζωή”,
καλά τα λεγες δάσκαλε, μόνο
που κι εσύ πήγες και πέθανες
την ώρα
που κι η ζωή άρχισε
να σαπίζει
σαν σφαχτάρι μπαγιάτικο
του Bacon.
___
βλ. και http://toparathyro.wordpress.com/2011/11/30/%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE%B1/
(ωδή στο Άγχος) ΙΙ
Πως να χωρέσει ένα Μ
στο λεξικό;
Τώρα σπρώχνω τις πολυκατοικίες
με τα χέρια για να περάσω ένα δρόμο.
Μιά μέρα επινόησα το ονομά σου
απο κάτι πεταμένες λέξεις που βρήκα στο Μέτς
σ' ένα κιβώτιο
που κάποιος πήγε να ζήσει το ονειρό του.
Διωγμένος απ τους οικιακούς Κύκλωπες.
Απόγευμα της τρίτης μέρας
με βροχή
και η ευτυχία που απαιτείς
απ την ζωή σου
σε πνίγει σαν αγχόνη.
Μπροστά στον καθρέφτη
φοράς την έτοιμη ιστορία
που διάλεξες,
κι ας σε στενεύει λίγο.
Χρώματα της βεβαιότητας
σ’ αυτή τη γιορτή του θανάτου.
Τα βυσινύ του Τισιανού
δε σου μάθαν τίποτα
ούτε τα καρμίνια του Γκρέκο
___
βλ. και ποιείν: http://www.poiein.gr/archives/16188/index.html