Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Γιάννης Δάλλας, "Ο ζωντανός χρόνος"


Ο λόγος έβγαινε απ΄ το στήθος μου μ΄ όλα τα αρώματα των στοχασμών
και με την θλίψη μιας γιορτής που έσβηνε τα μεσάνυχτα
θλίψη μιας ώρας με χιλιάδες άσπρα μάτια που κρεμάστηκε
στα κάγκελλα της νύχτας κι ο αρχάγγελος του ολέθρου να περνά
σ΄ όλες τις πόρτες και να στέκεται
στην κεντρική την πύλη μ΄ ένα στέν αμίλητος
εκεί που ασύλληπτη η ψυχή του χρόνου ανέβαινε
κι ακούστηκε η ανθρώπινη φωνή μιας τελευταίας πέρδικας
«Αγόρια   αγόρι μου
σ΄ έφερε η μνήμη όπως ο αγέρας
φέρνει το χνούδι απ΄ τα κυπαρισσόμηλα
σας είδα μέσα απ΄ τις βελόνες των κυπαρισσιών»

Δεν ήταν ο νεκρός ήταν ο ζωντανός χρόνος που ανέβαινε
κι άφηνε πίσω μας το βάρος του βήματα και χειρονομίες πριν απ΄ το φτερούγισμα
ανέβαινε μ΄ ένα κοπάδι κόκκινα πουλιά χτυπώντας στα αττικά βουνά
όπως οι αναμνήσεις στους ερμητικούς τοίχους μιας κάμαρας

Μ΄ ένα κοπάδι γεγονότα να τα κυνηγά ο τελευταίος πυροδότης της γιορτής
ο πυροδότης τόσων σκοτεινών διαδρομών
δάση από νύχτες κ΄ οι στιγμές πευκοβελόνες να τις διαπερνά ο ήλιος του ονείρου
κι αυτός να τερματίζει πριν απ΄ το ξημέρωμα
φωτίζοντας τα ελληνικά κορμιά μας θερισμένα στην αρένα μιας αυλής
με τέτοια λάφυρα
ο ζωντανός χρόνος ο πρωταθλητής

___
Γιάννης Δάλλας, Ο ζωντανός χρόνος, εκδ. Κείμενα, 1985.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Αθανασία Δανελάτου, "Mποτιλιάρισμα"


Ξύπνησα νύχτα.
Αντί του ραντεβού,
σʼ ονειρευόμουν απʼ το απόγευμα :
υπαίθριο τραπεζάκι, καφές διαρκείας .

Ένα μπουλούκι αυτοκίνητα ,
περνούσαν δίπλα μας σημειωτόν,
αφήνοντας κάτι από αμόλυβδη
στα χείλη της κούπας σου ,
πριν μποτιλιάρουν.

«Μα που πάνε όλοι αυτοί;», συλλογίστηκα
-και ξύπνησα ξαφνιασμένη-
«Γιατί φεύγουν, γυμνοί, μες στα παλτά τους,
και πού πηγαίνουν;
-έτσι μονάχοι στην Αγάπη -;»

Εκείνη πάλι , -η αγάπη θέλω να πω-,
Κρεμόταν λίγο πιο μπροστά και πιο δεξιά ,
πάνω απʼ το κεφάλι τους,
(στο βραχίονα του καθρέφτη,
με το σταυρουδάκι και την χάντρα
για το ξεμάτιασμα),
σαν μαχαιριά, ανεπίδοτη, στιλπνή,
προσμένοντας την ώρα :
Να χαράξει ,
στʼ ακόσμητο στήθος τους.

___
βλ. και http://www.poiein.gr/archives/13289/index.html#comment-270203

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Γιώργος Καρτάκης, "Γράμμα στον εαυτό"


Τώρα
Ετούτοι οι ρυθμοί και αύριο
Χοροπηδούν πουλάκια στο μνήμα σου.
Τώρα όμως
Τραγουδούν ολόγυρά μου.
Τις ατέλειωτες ώρες
Πλένω τα χέρια και παρατηρώ
Το αίμα στις φλέβες που δεν προδίνει τίποτα·
Τίποτα.

Το όμορφο χαμόγελό σου το αυλακώνουν οι σκέψεις
Όπως προχωρείς μακριά στον ορίζοντα:
Αν απομακρυνθείς να με θυμάσαι.

Ποτέ δεν έγινες απόλυτα δικός μου
Κάτι μου διέφευγε το χειμώνα – όλες τις εποχές
Κάτι χανόταν στην ανάλυση
Ποτέ δεν έπαψε απόλυτα η ταραχή
Πάντα μια θλίψη ανακάλυπτε όλο και πιο βαθειά
Μιαν ατέλεια.

Κι έτσι, αγίνωτο σ’ αφήνω.
Να γυροφέρνεις πια ως το τέλος
Πελώριος, στο βάθος σου μικρός
Ευσπλαχνικός μα τόσο φιλάσθενος
Σαν κλωστή που μια εύκολη κίνηση απομακρύνει

Έτσι ξυλιάσαμε κι οι δυο και περιμένω
Να θάψω ό,τι έμεινε κρυφό και αμετάκλητο –
Να μη λυπάσαι
Να μην κλαις
Ούτε να λες.
Τίποτα

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Ingeborg Bachmann, "[Μην υποδείξετε σʼ αυτό το γένος πίστη]"



Μην υποδείξετε σʼ αυτό το γένος πίστη,
αρκούν αστέρια, πλοία και καπνός,
απλώνεται στα πράγματα, ορίζει
αστέρια και το άπειρο
και μια πομπή, πομπή κάποιας αγάπης πες την,
αγνότερη μες απʼ τα πάντα ξεπροβάλλει.

Οι ουρανοί κρέμονται μαραμένοι και αστέρια
αποκολλούνται απʼ τη σύνδεση με νύχτα και σελήνη.

___
μτφρ. Γιώργος Καρτάκης,

βλ. http://www.poiein.gr/archives/13075/index.html

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Μίλτος Σαχτούρης, "Ο νεκρός της ζωής μας Ἰωάννης Βενιαμίν δ’ Ἀρκόζι"


Ὁ Ἰωάννης Βενιαμίν δ’ Ἀρκόζι πού πέθανε —
«ἐν ζωῇ» — καί ἀναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τά κοπάδια του — γίδια βόδια καί
πρόβατα πολλά — πνίγει ὅλα τά πουλιά του ἀδειάζει
τά ποτάμια του καί πάνω στόν κατάμαυρο σταυρό
πού ‘χει στημένο καταμεσίς στό δωμάτιό του
σταυρώνει τήν ἀγαπημένη του. Ὕστερα κάθεται μπρός
στʼ ἀνοιχτό παράθυρο καπνίζοντας τήν πίπα του
φτωχός καί δακρυσμένος καί σκέφτεται νά ‘χε
κι αὐτός κοπάδια βόδια γίδια καί πρόβατα πολλά
νά ‘χε ποτάμια μέ γρήγορα ὁλοκάθαρα νερά
νά θαύμαζε κι αὐτός τό φτερούγισμα τῶν πουλιῶν
νά χαίρονταν κι αὐτός τή ζεστή ἀνάσα τῆς γυναίκας


__________
ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ (1948)

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Κατερίνα Καραγιάννη, "μαζί ποτέ"


ασχολούμαι με τα απότιστα μάγουλα
τα ακαριαία χτυπήματα στα μπόσκα
με απασχολεί ο φωταγωγός
οι αμίμητοι απορημένοι ή ανώνυμοι μελαγχολικοί
η προσπάθεια τους για πτήση
στου ήλιου τα χαρακώματα
μαζί ποτέ
βαθιά
όμοιοι
πλασμένοι ο καθένας για έναν άλλο
όλοι θα ζήσουμε
κι ο αγώνας μας: ένας αμετανόητος μαλάκας μόνος
σε χάνω
από πού πιο πολύ, δεν ξέρω
τις νύχτες τα δάχτυλά σου
μου φτιάχνουν χείλη
μου ζητάνε να βουλιάξω
μετά μου πετάν αγάπη
αγάπη που θα πει βοήθεια
αγάπη που θέλει να γίνει δόση σωτηρίας
καθιλωμένοι
σκληρά δύσπιστοι
προορισμένοι αβέβαια
μαζί ποτέ

____
βλ. και
http://ikta.wordpress.com/2011/02/28/%ce%bc%ce%b1%ce%b6%ce%af-%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%ad/