Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Τάσος Φάλκος, "Μετέωρα"


Ανάμεσα σε κόκκινο και μπλε
είδα τους γκρίζους γίγαντες
τα πρόσωπα τʼ αφάνισε ο χρόνος
τα χέρια τους -τι να κρατήσουν πια;-
πέσαν και γίναν σκόνη
στέκονται δίπλα-δίπλα
μα πάλι μοναχοί
σάμπως αποτελειώνοντας μια φράση
που πριν να προφερθεί ολόκληρη
έγινε κιόλας άχρηστη

(Τάσος Φάλκος, Σχεδιάσματα με φως, εκδ. Ζήτρος, 2005)

Βλ. και Ποιείν:
Τάσος Φάλκος, “Σχεδιάσματα με φως”, εκδ. Ζήτρος, 2005 (Κριτική: Πέτρος Γκολίτσης)

http://www.poiein.gr/archives/11421/index.html

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Χαριτωνίδης, Δύο ποιήματα


Ο υαλοκαθαριστήρας,
ματαίως προσπαθούσε να διαγράψει
των είκοσί μου χρόνων την εικόνα
στο πίσω τζάμι.
Το νεανικό πρόσωπό μου
κοιτούσα από το καθρεφτάκι του οδηγού
να τρέχει με προσπάθεια αγωνιώδη
ανάμεσα σε βόμβες ναπάλμ.
Ίσως προφτάσει το αυτοκίνητο μου
καθώς προχωρούσε μέσα στο ψιλόβροχο
από Κερύνεια προς Λάπηθο.

_______

Βιογραφικό μη μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά, που με ξεσκόνισαν
απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
ως προσφυγόσκονη κατακαθήμενη
ζω στην Αθήνα.

Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
απ’ τα τζάμια τους.

(Γιώργος Χαριτωνίδης, Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων, Κέρδος, 2008)

βλ. και ποιείν:
http://www.poiein.gr/archives/10958/index.html#comment-218651

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Χάρης Βλαβιανός, "Ο Ρώσος"


Ο "ΡΩΣΟΣ"

όπως το αφηγείται ο R.B.

"Οι Ρώσοι είχαν λίγους γιατρούς στο μέτωπο.
Η δουλειά του πατέρα μου ήταν
μετά το τέλος της μάχης
να περιφέρεται ανάμεσα στους βαριά τραυματισμένους
και σκύβοντας πάνω απ' τον καθένα χωριστά
να τον ρωτάει: "Θέλεις να πεθάνεις μόνος
σε λίγες ώρες ή να το κάνω εγώ;"
Οι περισσότεροι απαντούσαν: "Μη με εγκαταλείψεις".
Τότε καθόταν πλάι στον ετοιμοθάνατο,
του πρόσφερε τσιγάρο
και σημείωνε σ' ένα μικρό δερματόδετο τετράδιο
τ' όνομα του, αυτό της αγαπημένης του, των παιδιών του (αν είχε),
τη διεύθυνση του και τις τελευταίες του λέξεις.
Όταν το τσιγάρο τέλειωνε
ο στρατιώτης έστρεφε το πρόσωπο του από την άλλη.
Ο πατέρας μου αποτελείωσε τετρακόσιους άντρες
κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Δεν τρελάθηκε. Ήταν όλοι άνθρωποι δικοί του.

Τα καλοκαίρια τον θυμάμαι να στέκεται στον κήπο
με τη μάνικα στο χέρι και να ποτίζει το γρασίδι με τις ώρες.
Μιλούσε στο φεγγάρι, στον άνεμο.
"Σε ακούω να μεγαλώνεις", έλεγε στην τριανταφυλλιά.
"Έρχόμαστε και φεύγουμε.
Δεν διαφέρουμε σε τίποτα.
Είμαστε μέρος ενός πράγματος.
Κατοικούμε στον ίδιο τόπο".
Όταν ήμουν δεκατριών του είπα:
"Μπαμπά, ξέρεις ότι κυκλοφορούν στην αγορά
μηχανήματα που το κάνουν αυτόματα;"
Εκείνος συνέχισε να ποτίζει το γρασίδι του".


(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στήν πραγματικότητα, Πατάκης, Αθήνα, 2009)

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, "Ποίημα"


«Σύντροφε διαβάτη!
Αυτή εδώ είν’ η οδός Ζουκόβσκι;»
Με κοιτάζει,
σαν ένα παιδί που βλέπει έναν βρικόλακα,
...τα μάτια ορθάνοιχτα,
ζητά να με αποφύγει:
«Όχι σύντροφε, αυτή είναι η οδός Μαγιακόφσκι
χιλιάδες χρόνια τώρα.
Δεν είν’ εδώ, στο κατώφλι της αγαπημένης,
που αυτοχειριάστηκε;»
Τι έκανε λέει;
Πώς;... Εγώ!... Αυτοκτόνησα;...


μετάφραση: Νίκος Εγγονόπουλος

Τσέσλαφ Μίλος, "ARS POETICA"


ARS POETICA

Πάντοτε προσέβλεπα σε μια φόρμα πιο ανοιχτή
ελεύθερη από τα δεσμά της ποίησης ή της πεζογραφίας,
που θα μας άφηνε να κατανοούμε ο ένας τον άλλον χωρίς να εκθέτει
τον συγγραφέα ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες.

Στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές:
φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε ότι κρύβαμε μέσα μας,
γι’ αυτό ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, σαν να είχε ξεπηδήσει ένας τίγρης
και στεκόταν μπροστά μας στο φως, τινάζοντας την ουρά του.

Σωστά λένε λοιπόν πως η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο,
αν και θά ‘ταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.
Είναι δύσκολο να μαντέψεις πού οφείλεται η υπεροψία των ποιητών,
όταν τόσο συχνά ντροπιάζονται με την αποκάλυψη της αδυναμίας τους.

Ποιος άνθρωπος λογικός θα ήθελε να είναι ένας τόπος δαιμόνων,
που ζούνε εντός του ανέμελα, μιλούνε διάφορες γλώσσες,
του κλέβουν τα χείλια ή το χέρι και δεν χορταίνουν
αλλά ζητούν και τη μοίρα του να αλλάξουνε για το δικό τους κέφι;
Είναι αλήθεια πως ό,τι το νοσηρό περνιέται τώρα για σπουδαίο,
κι ίσως νομίζετε πως εγώ απλώς αστειεύομαι
ή πως επινόησα ένα ακόμα τρόπο
για να εξυμνήσω την Τέχνη με τη συνδρομή της ειρωνείας.

Υπήρχε κάποτε εποχή που μόνο τα σοφά διαβάζονταν βιβλία,
βοηθώντας μας να αντέξουμε τον πόνο και τη δυστυχία.
Όμως αυτό δεν είναι, φυσικά, το ίδιο
με το ξεφύλλισμα χιλιάδων έργων που μόλις βγήκαν από τα ψυχιατρεία.

Κι όμως ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως φαίνεται
κι εμείς δεν είμαστε όπως νομίζουμε στο παραλήρημά μας.
Οι άνθρωποι κρατούν σιωπηλά την ακεραιότητα τους
έτσι κερδίζοντας το σεβασμό των συγγενών τους και των γειτόνων.

Ο σκοπός της ποίησης είναι να μας θυμίζει
πόσο δύσκολο είναι να παραμείνει κανείς ο εαυτός του,
γιατί το σπίτι μας είναι ανοιχτό, δεν υπάρχουν κλειδιά στις πόρτες,
και επισκέπτες αόρατοι μπαίνουν και βγαίνουν ελεύθερα.

Αυτά που λέω δεν είναι ποίηση, συμφωνώ,
γιατί τα ποιήματα πρέπει να γράφονται σπάνια και δίχως ευκολία,
κάτω από αφόρητη πίεση και μόνο με την ελπίδα
ότι πνεύματα αγαθά, όχι κακά, μας διάλεξαν για όργανό τους.


(από τη συλλογή City Without a Name, 1969)

(Τσέσλαφ Μίλος, Ποιήματα, μετ. Αντ. Μακρυδημήτρης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005)

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Pablo Neruda, Ποίημα από το "Βιβλίο των Ερωτήσεων"


Γιατί τεράστια τόσο τʼ αεροπλάνα
βόλτες δε κάνουνε με τα παιδιά τους;

Ποιο είναι το κίτρινο πουλί
που τη φωλιά γεμίζει με λεμόνια;

Γιατί δεν τα μαθαίνουν να μαζεύουν
μέλι απʼ τον ήλιο τα ελικόπτερα;

Που άφησε η ολόγιομη σελήνη
το νύχτιο σάκο της με αλεύρι;

____________

Pablo Neruda, “Το Βιβλίο των Ερωτήσεων” (μετάφραση: Γιώργος Μίχος) (Α’ δημοσίευση)

http://www.poiein.gr/archives/11372/index.html

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Χάρης Βλαβιανός, "Terra Firma (β' σχεδίασμα)"


Οι στιγμές της διαύγειας διαρκούν πλέον λίγο.

Ο κύριος Cogito,
αναλύοντας σωστά τα ιστορικά δεδομένα
και τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις,
βυθίστηκε στη σιωπή.
(Εξάλλου θαύμαζε ανέκαθεν τον Έζρα
κι ας μην το ομολόγησε ποτέ δημόσια.)

Το σκοτάδι είναι περισσότερο.
Υπάρχει περισσότερη θάλασσα.
Ελάχιστη στεριά.
Και ούτε ένα κλαδί να πιαστείς.

(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, Πατάκης, 2009)

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Καλλέργης, "Ο ήλιος λιώνει..."


Ο ήλιος λιώνει
όλη την πόλη
σε μια κηλίδα
που σαν τρελό τρομπόνι
κάνει όλο σου το είναι
να πάλλεται

Τώρα μπορούμε να ερμηνεύσουμε
ως ανάσα τον ήχο του υγρού που κελαρύζει

_________

http://vavou.wordpress.com/2010/09/07/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%86%cf%8d%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b5%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%cf%84%cf%8e%ce%bd-%cf%87%cf%81%cf%8c%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%b5/

(Το σπάσιμο σε στίχους δικό μου)

Θανάσης Κριτσινιώτης, “Άγγελοι από κέβλαρ”


Φως της Σελήνης σε σπασμένα τζάμια.
Το βλέμμα κόβεται, αίμα τρέχει απ΄ τις ρωγμές.
Ήχος νυχιού σε σκουριασμένο μέταλλο
κομμάτια νύχτας που καίγονται
στόματα ανοιχτά μάτια.

Το πνεύμα αγωνίζεται να ελευθερωθεί
μέσα σʼ ένα βαρέλι φλεγόμενα σκουπίδια.

(Θανάσης Κριτσινιώτης, «Άγγελοι από κέβλαρ», Ακτή, Λευκωσία 2010)

(http://www.poiein.gr/archives/2210/index.html)

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Μαρκόπουλος, "Σκύλε"


Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μεσʼ απʼ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδερφός πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απʼ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απʼ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

(Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός Κυνηγός, Κέδρος, 2010)

http://www.poiein.gr/archives/11127/index.html

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Ν. Ζιώγας, "Το λεωφορείο"


με διπλώσανε στα δυο
αδειάζοντας το κεφάλι μου
με μεγάλες κουτάλες της σούπας
ώρες ολόκληρες.
μέχρι που αράχνιασε
το εσωτερικό της όρασής μου
κι έγινε μαύρο
με ψιλές ασπριδερές κλωστίτσες
από καύκαλο σε καύκαλο.
πήρα όλο τούτο το κενό
τόκλεισα σε δυο βαλίτσες
κι έφυγα
απ’ την πίσω πόρτα της μοναξιάς μου,
τρέχοντας να προλάβω
το λεωφορείο που ‘φευγε
χωρίς οδηγό
αφού βαρέθηκε
να περιμένη ακούνητο
τόσες μέρες.
πρόλαβα μονάχα
τον αέρα της οικειότητας μας
-το κάτι κοινό που ‘χαμε αναπτύξει-
και σ’ αυτόν πάνω
φόρτωσα τις βαλίτσες μου
και τα διάφορα στρώματα
των τελευταίων μου πραγματικοτήτων.
ακολούθησα
τετράγωνος και κενός
σαν κιβώτιο ξύλινο.

(Γιώργος Ν. Ζιώγας, από το "Contrabando de poesia")

http://www.poiein.gr/archives/9034/index.html#more-9034